Για μία από τις εξέχουσες προσωπικότητες της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, τον Εδουάρδο Γκαλεάνο, το ποδόσφαιρο αποτελούσε πάντοτε λεωφόρο των εμπνεύσεών του.

Ο ουρουγουανός εραστής της μπάλας έβλεπε πάνω στο πράσινο χαλί σκόρπια άγανα της Ιστορίας. Πολιτικές αντιθέσεις, οικονομική κρίση, κοινωνική αναταραχή, δικτάτορες, βασανισμοί, εμφύλιες συγκρούσεις, έρωτες, πάθη αποτελούσαν γι’ αυτόν ψηφίδες ενός ποδοσφαιρικού αγώνα.

Τούτες τις μέρες που διεξάγεται στην τρομοκρατημένη Γαλλία το Euro 2016 σκέφτηκα πόσο ευτυχισμένος θα ήταν ο Γκαλεάνο αν παρακολουθούσε την Ιστορία να ξετυλίγεται ξανά μπροστά του μέσα από τις ντρίμπλες, τα τακουνάκια και τα χαμένα πέναλτι.

Να αισθανόταν δικαιωμένος που ένα κρίσιμο δημοψήφισμα της Βρετανίας περνά –και –μέσα από τα δίχτυα της εστίας.

Που το Μεταναστευτικό, τα εσωτερικά προβλήματα των χωρών, η οικονομική κρίση, η άνοδος της Ακροδεξιάς και των δεικτών της ανεργίας αφήνουν το αποτύπωμά τους σε κάθε κύλισμα της μπάλας στο χορτάρι.

Ο αθέρας των αντιδράσεων των πρωταγωνιστών της πολιτικής του ποδοσφαίρου με τα κοντά παντελονάκια αποκαλύπτεται στην ανάκρουση των εθνικών ύμνων.

Από τους Ελβετούς μόνο τρεις έψαλλαν ενώ οι υπόλοιποι που είναι κυρίως αλβανοί κοσοβάροι πρόσφυγες δεύτερης γενιάς παρέμειναν απαθείς.

Οι Γάλλοι για πρώτη φορά ψάλλουν –έστω και με μεγάλη δυσκολία –σχεδόν όλοι τη «Μασσαλιώτιδα», πιθανόν υπό τον φόβο μήπως θεωρηθούν ακραία στοιχεία σε μια χώρα που βιώνει τα αποτελέσματα του φανατισμού.

Ο ύμνος των Ισπανών δεν έχει λόγια –ο μοναδικός στον κόσμο –που να μπορούν να ενώσουν Καταλανούς, Βάσκους, Καστιγιάνους. Κάποιοι από αυτούς, όπως ο Πικέ, παρασύρονται από τις σκέψεις και αντιδρούν τεντώνοντας το μεσαίο δάκτυλο.

Η ομάδα του Βίσεγκραντ, Τσέχοι, Σλοβάκοι, Ούγγροι και Πολωνοί που σήκωσαν ανάστημα κατά του συστήματος ποσοστώσεων για τους αιτούντες άσυλο τραγουδούν με φανατισμό τους εθνικούς τους ύμνους.

Η Ιστορία της Ευρώπης παίζει μπάλα και προειδοποιεί…