Γύρω στα μεσάνυχτα μέσα στη ζέστη της αυλής γνωστού εστιατορίου, ακούω μια κόρη, Αθηναία κατά τα άλλα, να ρωτάει επίμονα:

–Δηλαδή, εγώ άμα θέλω τώρα («άμα» και «τώρα» πλεονασμός αλλά η παιδεία, το ΠΑΣΟΚ, το μονοτονικό, η δημοτική, ο Ράλλης, καταλαβαίνετε, όλα συντείνουν) μπορώ να πάω να στήσω το τσαντίρι μου, που λέει ο λόγος (σε ρετιρέ διαμένει), δίπλα στο Μουσείο της Ακρόπολης;

–Μάλιστα.

–Ε, γι’ αυτό δεν θα πάμε μπροστά εμείς οι Ελληνες.

Δεν κατάλαβα τον συνειρμό αλλά ο κούρος που τη συνόδευε συνέχισε παίρνοντάς της, τρόπον τινά, την κουβέντα από το στόμα.

–Δηλαδή, όχι σοβαρά τώρα (γιατί πριν ήταν ασόβαρα), στον Θεό σας, θα άφηνε ο Αγγλος ποτέ να κάνει τη στρωματσάδα του ο όποιος άστεγος δίπλα στο Κόβεν Γκάρντεν;

Ακούγοντάς τον θυμήθηκα αυτό ακριβώς. Το Κόβεν Γκάρντεν. Θα ‘ταν πέρσι μάλλον, ή πρόπερσι, τέλος καλοκαιριού είχα πάει ζούλα για δυο μέρες να δω τρεις παραστάσεις. Η ώρα είχε πάει πια εννιά, εννιά και κάτι, είχα προλάβει απογευματινή στο θέατρο (μια παράσταση που ή την είχα ξαναδεί ή την έβλεπα για πρώτη φορά. Πάντως ήταν ίδια με όλες τις παραστάσεις που είχα δει μέχρι τώρα, για να θυμηθούμε τον Αλμπι και την ιστορία του στον ζωολογικό κήπο του πολιτισμένου κόσμου), και χάζευα περιμένοντας την πτήση μου αργά το βράδυ απ’ τις φτηνές, άρχισα από το Πικαντίλι Σέρκους, Λέστερ Σκουέρ και κατέληξα στο Κόβεν Γκάρντεν όπου…

Φαίνεται κλείναν τα μαγαζιά, γιατί είδα να βγαίνουν, από παντού γύρω, άνθρωποι με πατημένα μεγάλα χαρτόκουτα, άλλοι με καροτσάκια σουπερμάρκετ, τίγκα στη σακούλα και τις κουβέρτες κι άλλοι με ένα σλίπινγκ μπαγκ και κάνα σκύλο από δίπλα να δίνουνε μάχη για μια θέση στο σκεπαστό πεζοδρόμιο του Ρόαγιαλ Οπερα Χάουζ.

Ολοι κοίταγαν να βολευτούν κι εμείς γι’ αυτούς σαν να μην υπήρχαμε, δεν μας έβλεπαν καν, μόνο μια γυναίκα κρατούσε ένα περίεργο τελάρο όρθιο στα δυο της χέρια και μας κοιτούσε στα μάτια όλους μας με τη σειρά, έναν έναν και το βλέμμα της, πιο άγριο δεν έχω δει. Σαν να μιλούσε μια παγκόσμια γλώσσα πρόστυχη και επιθετική, μια γλώσσα δηλητήριο, ένα κατηγορώ εκ Θεού και Δαίμονος, ένα βλέμμα από φωτιά και θειάφι.

Κατέβασα τα μάτια σ’ αυτό που κράταγε. Ηταν μια τάβλα, όχι, μια φαρδιά σανίδα, ούτε, ένα πράμα στενό στο απάνω μέρος που φάρδαινε απότομα στο ένα τρίτο του ύψους και μετά στένευε σιγά σιγά μέχρι τη βάση. Είχε το χρώμα του ξύλου απ’ τη μια μεριά, όμως μόλις το γύρισε απ’ την άλλη φάνηκε μέσα στη νύχτα ένα γκρενά βελούδο, καπιτονέ, με μπακλαβαδωτά γαζιά που σε κάθε διασταύρωση είχε κι ένα κουμπί χρυσό. Φέρετρο. Ήταν πάτος από φέρετρο. Κι έτσι όπως το περιέφερε μπροστά στα μάτια μας, ήταν σαν να μας δείχνει κατάμουτρα το τέλος του ταξιδιού όλων μας.

Υστερα μας γύρισε την πλάτη και το άφησε να πέσει με όλη του τη δύναμη κάνοντας έναν θόρυβο δυνατό και κούφιο σαν να χαστούκιζε τις πλάκες σηκώνοντας ένα συννεφάκι σκόνη.

Συλλογίστηκα αυτή τη γυναίκα πολλές φορές μαζί με το κρεβάτι-φέρετρο και το βλέμμα ξυράφι ματωμένο.

Τη θυμήθηκα κι απόψε, μα δεν είχα το κουράγιο να πω την ιστορία της σ’ αυτό το ζευγάρι φίλων. Νόμιζα πως θα την προσβάλω. Είπα μόνο φιλολογίζοντας πως…

–Ο άστεγος δεν έχει σπίτι, δεν έχει πόλη, δεν έχει πατρίδα. Είναι υφήλιος κάτοικος της απόγνωσης, του πόνου και της θλίψης…

… κι άφησα τη γυναίκα του Κόβεν Γκάρντεν ήσυχη να κάνει σ’ αυτό το αυτοσχέδιο στρώμα της μια καθημερινή πρόβα θανάτου.