Δεν υιοθετεί το διχαστικό λανγκάζ του Γιώργου Κυρίτση. Ούτε τις λεκτικές μπαλοθιές του Παύλου Πολάκη. Η ανάρτηση στο facebook του καθηγητή Ιστορίας και επικεφαλής της Επιτροπής Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία Αντώνη Λιάκου –ενός εκ των συντακτών του περίφημου πια Παιδαγωγικού Κώδικα Δημοκρατικού Ανθρωπισμού –έχει κάτι από την τραχύτητα νησιώτικου κατσάβραχου. Και τελικά, για να σοβαρευτούμε, θυμίζει έφηβο που προσπαθεί, με αποτυχία, να μιμηθεί τον Λουντέμη. Ή, στην καλύτερη περίπτωση, τον Ντίκενς. Ηταν όμως η απάντηση στην ανακοίνωση του προγράμματος του 2ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ανδρου ενός πανεπιστημιακού που οραματίζεται μια νέα εποχή για την παιδεία: «Στο νησί όπου για να γεννήσει μια γυναίκα πρέπει να τρέχει στην Αθήνα, να αναγκαστεί να μένει μέρες σε συγγενείς της, να επιστρέφει με το νεογέννητο με όποια κακοκαιρία, στο νησί όπου δεν υπάρχουν αξιόπιστες πρώτες ιατρικές βοήθειες και με το παραμικρό και με οποιονδήποτε καιρό οι άνθρωποι τρέχουν στην Αθήνα, στο νησί όπου δεν υπάρχει καμία φροντίδα για τα παιδιά, μια κινητή βιβλιοθήκη, μια απασχόληση δημιουργική στα απομονωμένα χωριά τους, στο νησί που πνίγεται στα σκουπίδια χειμώνα – καλοκαίρι, σ’ αυτό λοιπόν το νησί οι πλούσιοι επιδεικνύουν κάθε καλοκαίρι την καλλιέργειά τους, την ευαισθησία και την κοσμοπολίτικη καλαισθησία τους! Οχι, εμείς της άγριας και άγνωστης Ανδρου, δεν θα πάρουμε!».

Από αυτό το κείμενο τουλάχιστον συμπεραίνω ότι ο κύριος Λιάκος έχει μια αντίληψη για τους πλούσιους διαμορφωμένη από τις «Επικίνδυνες σχέσεις» του Φρίαρς. Ή, στη χειρότερη περίπτωση, από τις ταινίες του Γιάννη Δαλιανίδη. Μάλλον τους φαντάζεται να φοράνε φουλάρια, ίσως και φουφούλες με κολάν, να περιφέρονται με ένα ποτό και να «νοικιάζουν» φτωχούς για να τους λυπούνται. Προφανώς για τον κύριο καθηγητή ό,τι δεν εκπονείται από κολεκτίβα, δεν αποτελεί τέχνη. Και παρεμπιπτόντως δεν μπορώ να φανταστώ ως επιτομές κοσμοπολίτικου θεάματος που θα ενθουσίαζαν εσμούς πλουσίων την «Ορέστεια» του Χουβαρδά, τη «Σταματία – το γένος Αργυροπούλου» του Θεοδωρόπουλου, την «Απολογία του Σωκράτη» του Αβδελιώδη ή τη συναυλία του Μίλτου Πασχαλίδη –κάποιες από τις εκδηλώσεις του Φεστιβάλ. Ούτε τον καλλιτεχνικό του διευθυντή Παντελή Βούλγαρη σε ένα ρόλο που στις παλιές ελληνικές ταινίες ενσάρκωνε ο Χρήστος Τσαγανέας. Θα μείνω σε μια αποστροφή του λόγου του κατά την παρουσίαση του προγράμματος όταν είπε πως «η τέχνη δεν είναι πολυτέλεια για ανέφελες εποχές, αλλά παντοτινή ανάγκη για την ομορφιά, τη συγκίνηση, τον σεβασμό πάνω στην ανθρώπινη περιπέτεια». Και θα θυμηθώ κάποιους δικούς μου «δασκάλους» που μου έλεγαν πως όταν καταδεικνύω, έστω και επικριτικά, τον πλούσιο είναι σαν να δαχτυλοδείχνω τον φτωχό.