Φυσικά δεν είπε κανένας στις Ηνωμένες Πολιτείες ότι η «διαπλοκή παίζει τα ρέστα της» επειδή οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» και η «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» στηρίζουν τη Χίλαρι Κλίντον στην κούρσα για τον Λευκό Οίκο. Δεν το είπε γιατί στις δυτικές δημοκρατίες είναι αυτονόητο ότι δουλειά του Τύπου είναι και αυτή –και σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε και οι δύο εφημερίδες, μαζί με τους βρετανικούς «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», προσέφεραν χθες διάφορες συμβουλές στην Κλίντον ενόψει της δύσκολης μάχης που έχει να δώσει απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ.

Και στις Ηνωμένες Πολιτείες, ωστόσο, έχει εμφανιστεί για πρώτη φορά μια διαχωριστική γραμμή: Η Χίλαρι είναι «σύστημα», το «σάπιο», αυτό που «πρέπει να αλλάξει». Ο Τραμπ όχι. Εκείνη εκπροσωπεί το «παλιό», αυτό που δεν ανέχονται όλοι εκείνοι οι νέοι οι οποίοι κινητοποιήθηκαν μαζικά υπέρ του Μπέρνι Σάντερς και τώρα δεν ξέρουν αν η παγωμένη τους καρδιά θα τους επιτρέψει τελικά να την ψηφίσουν. Κι εκείνος είναι το «νέο», που στην πραγματικότητα δεν είναι άλλο από την υπόσχεση μιας επιστροφής σε ένα εξωραϊσμένο παρελθόν. Αν οι μεγαλύτερες αμερικανικές εφημερίδες στηρίζουν τη Χίλαρι δεν είναι επειδή την συμπαθούν. Αλλά επειδή βλέπουν ότι η χώρα τους δεν αντέχει την περιπέτεια μιας λαϊκιστικής αυταπάτης.

Στην Ιταλία, τη Γαλλία, τη Βρετανία η γεύση είναι ίδια. Αυτό που πλασάρεται ως αντισύστημα κερδίζει πόντους εις βάρος ενός κουρασμένου και αμήχανου συστήματος με ξεχαρβαλωμένους τους ιμάντες και τις τροχαλίες του, το οποίο είναι έτοιμο να παραδοθεί στη μοίρα του σχεδόν χωρίς ίχνος πείσματος. Οι ακόμη πιο κουρασμένοι πολίτες μοιάζουν όσο ποτέ άλλοτε διατεθειμένοι να τιμωρήσουν αυτό το υποτιθέμενο παλιό σύστημα για τα λάθη του με ένα πολύ μεγαλύτερο λάθος. Ενα λάθος που εδώ στοίχισε κάπου 87 δισεκατομμύρια ευρώ. Κι αλλού μπορεί να στοιχίσει πολύ περισσότερο.