Η είδηση κάνει τον γύρο του Διαδικτύου, των εντύπων και των τηλεοπτικών ρεπορτάζ όχι μόνο σε κουτσομπολίστικες αλλά και σε δημοσιογραφικές εκπομπές. Ιδιωτική παραλία της Μυκόνου ανακαινίσθηκε με 300 ξαπλώστρες που η καθεμία στοιχίζει 5.000 ευρώ ενώ το συνολικό κόστος της ανακαίνισης εκτοξεύεται στα ύψη, αφού αγοράστηκαν επίσης πανάκριβες ομπρέλες, πετσέτες και δεν ξέρω εγώ τι άλλο. Τα σχετικά ρεπορτάζ συνοδεύονται από στοιχεία που λένε πόσες σαμπάνιες ανοίγονται κάθε μέρα, πόσες κάθε χρόνο, πόσο στοιχίζουν και άλλα τέτοια που σε κανονικές συνθήκες θα αφορούσαν μόνο τους λογιστές της επιχείρησης. Στοιχεία που μάλλον δόθηκαν από τους ιδιοκτήτες όπως πιθανότατα και η αναπαραγόμενη φωτογραφία στην οποία κυριαρχούν οι καλοσχηματισμένοι γλουτοί δυο κυριών που κείτονται μπρούμυτα στις ξαπλώστρες, μία σαμπανιέρα, καθώς και ένα κορίτσι και ένα αγόρι του σέρβις, των οποίων όμως βλέπουμε μόνο ένα τμήμα του σώματος, συγκεκριμένα το περί τη βουβωνική χώρα.

Βεβαίως και δεν θα μπορούσα να πω κάτι εναντίον επιχειρηματιών που επενδύουν στην επιχείρησή τους. Ούτε καν για τους συνειρμούς που προκαλούν οι διακινούμενες φωτογραφίες. Ο καθένας πουλάει ό,τι νομίζει ότι πουλιέται καλύτερα. Και οι συγκεκριμένοι έχουν αποδείξει ότι ξέρουν πολύ καλά να διαμορφώνουν συνθήκες αγοράς. Αυτό που με μελαγχολεί βαθύτατα είναι το μεγάλο –όπως αποδεικνύει η έκταση της δημοσιότητάς του –ενδιαφέρον ενός φτωχοποιημένου κοινού γι’ αυτά τα στιγμιότυπα παραχαραγμένης πολυτέλειας. Γιατί η πολυτέλεια δεν αποτιμάται με αριθμούς ούτε συντελείται σε χώρους που παραπέμπουν σε πανάκριβο κονικλοτροφείο. Αλλά έτσι συμβαίνει συνήθως. Η «ακριβή» φτώχεια κουβαλάει μαζί της φτηνιάρικο πλούτο.