Ο Θόδωρος Πάγκαλος έχει χρεωθεί ένα από τα πιο αρνητικά σλόγκαν της μνημονιακής περιόδου. Το περίφημο «Μαζί τα φάγαμε», που είχε εκστομίσει στην αρχή της κρίσης προκαλώντας την μήνιν τών υπό σύσταση τότε Αγανακτισμένων. Παρ’ όλο που έχω την αίσθηση ότι ο χρόνος θα «συμπεριφερθεί» στη φράση του Πάγκαλου όπως και σε αυτήν του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη περί Μακεδονίας, ήταν, αν μη τι άλλο, ψυχολογικά άτοπο να αποδοθούν ευθύνες για σπατάλη δημοσίου χρήματος σε μικροσυνταξιούχους και υπομισθοδοτούμενους που γλίστρησαν ξαφνικά κάτω από το όριο της φτώχειας.

Σήμερα, από το βροντώδες «Μαζί τα φάγαμε» φτάσαμε στο υπόκωφο αλλά ακόμη πιο προκλητικό και ιδεοληπτικά εκδικητικό «Μαζί τα βγάλαμε» της κυβέρνησης. Διαβάστε πώς: συνταξιούχος έμπορος έχει κληρονομήσει από πάππου προς πάππον τρία ακίνητα σε ιστορική περιοχή της Αθήνας, όλα κτίσματα του 19ου αιώνα. Ακόμη και στις καλές εποχές αρνιόταν υψηλά μίσθια προκειμένου να μην αλλοιωθεί η όψη των κτιρίων και δαπανούσε πολλά για τη συντήρησή τους. Σήμερα, μην αντέχοντας πλέον να πληρώνει τον άνω των διακοσίων χιλιάδων ευρώ ΕΝΦΙΑ τον χρόνο, είναι αναγκασμένος να πουλήσει. Ο μοναδικός ενδιαφερόμενος αγοραστής είναι επιχειρηματίας της νύχτας που θέλει να τα διαμορφώσει σε νυχτερινό μαγαζί. Και ας πούμε ότι το γεγονός πως ο άνθρωπος υποχρεώνεται να αποκοπεί από την οικογενειακή του παράδοση που στεγάζεται και σε αυτά τα κτίρια αφορά μόνο τον ίδιο. Το ξεπούλημα όμως της αστικής αρχιτεκτονικής ιστορίας λόγω ΕΝΦΙΑ θα έπρεπε να αφορά και τους κυβερνώντες. Αλλά τι λέω; Ο,τι έχει σχέση με έννοιες όπως «αστική» και «ιστορία» δεν έχει σχέση με αυτήν την κυβέρνηση.