Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 η νυχτερινή διασκέδαση άρχισε να εξελίσσεται σε big business. Τα παλιά προβλήματα είχαν λυθεί, τα καινούργια δεν είχαν διαμορφωθεί και το μέλλον διαφαινόταν πολλά υποσχόμενο. Η Ελλάδα, που δέκα χρόνια πριν, κατά τον Σαββόπουλο, αναστέναζε στα γήπεδα, πλέον ξεχαρμάνιαζε στις πίστες. Τραγουδώντας τον ύμνο του λαϊκότροπου ευδαιμονισμού «Γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια». Ο δημιουργός του Γιάννης Καραλής, με το «πετσετάκια» εννοούσε «χαρτοπετσετάκια», κάτι δηλαδή που παρέπεμπε σε ευτελή αξία. Αλλωστε, λίγα χρόνια αργότερα, τα πεντοχίλιαρα ξοδεύονταν από πολλούς ως πετσετάκια.

Τριάντα χρόνια μετά, αναζητώ την κυμαινόμενη αξία της χαρτοπετσέτας σε μια σακούλα με προϊόντα φούρνου, του κολατσιού μου συμπεριλαμβανομένου. Θα έχετε παρατηρήσει ότι από την αρχή της κρίσης οι φούρνοι ανοίγουν ο ένας μετά τον άλλον. Η φτώχεια χορταίνει με ψωμί όπως, στο «Γιούγκερμαν», οι εργάτες στον Πειραιά «έτρωγαν ψωμί, πολύ ψωμί, για να χορτάσουν τη μεγάλη, την αιώνια πείνα τους». Αυτό που δεν ξέρω αν έχετε παρατηρήσει είναι ότι ενώ παλαιότερα αγόραζες μια τυρόπιτα και σου έβαζαν μια ντάνα χαρτοπετσέτες ίσαμε έναν τόμο εγκυκλοπαίδειας, τώρα αγοράζεις έναν σκασμό πράγματα και σου δίνουν μετά βίας μια δυο. Θα μου πείτε, από όλον τον Αρμαγεδδώνα αυτό με πείραξε; Ελάσσονος σημασίας βεβαίως, αλλά να, αυτή η μοναδική χαρτοπετσέτα στο βάθος της σακούλας μού θυμίζει την κυρία από την Αλβανία που πριν από 20 χρόνια με βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού και θεωρούσε επιτομή της καθημερινής πολυτέλειας ότι ξόδευα το χαρτί κουζίνας για να σκουπίσω τα χέρια μου.