Η συναυλία θα ήταν άκυρη από τα παρασκήνια αν το στοίχημα ήταν η γνησιότητα. Αν ο Κ. Βήτα αναζητούσε –μαζί με τη Θεοδώρα Μπάκα στο τραγούδι –την ανεξίτηλη εκφορά του ρεμπέτικου. Ευτυχώς εμπιστεύτηκε το ηλεκτρικό μπάσο, την ηλεκτρική κιθάρα, τη φαρφίσα και το θέρεμιν παρά τις προσδοκίες του ακροατηρίου.

Ο συνθέτης δεν μπήκε στην ιερή ζώνη των ρεμπέτικων σαν ικέτης. Δεν σεβάστηκε τα ιερά και όσια για να αποδώσει το «ατόφιο κι αυθεντικό πνεύμα» τους. Αυτή άλλωστε θα ήταν η μεγαλύτερη παγίδα: η μίμηση. Αντιθέτως, τα τραγούδια που βρήκαν τον δρόμο τους προς την πλατεία της Στέγης –το «Μινόρε της αυγής», ανάμεσά τους –ήταν ασκήσεις προσωπικού ύφους.

Η ερμηνεία του Κ. Βήτα στο «Ας πάν’ να ιδούν τα μάτια μου» έμοιαζε με το χαμηλόφωνο γκόσπελ ενός περφόρμερ που βρίσκει τη φωνή του στους στίχους της παράδοσης: «Ας πάν’ να δουν τα μάτια μου/ πώς τα περνά η αγάπη μου/ μην’ ηύρ’ αλλού κι αγάπησε/ και μένα μ’ απαράτησε». Δεν ήταν, ευτυχώς, ερμηνεία ενός έντεχνου καλλιτέχνη που ντύνεται ρεμπέτης.

Στα 80 λεπτά της παράστασης τα τραγούδια του Γιάννη Παπαϊωάννου δεν ακούστηκαν σαν μονότονο παράπονο, αλλά σαν πληγωμένη φωνή που ψάχνει διέξοδο: «Κάνε κουράγιο καρδιά μου/ μην τυχόν και μ’ αρρωστήσεις/ έχεις πολλά υποφέρει/ φοβάμαι μη τσακίσεις». Την ίδια στιγμή ο κέρσορας πάνω στη μεγάλη οθόνη έδειχνε τον μύθο της Μαρίκας Παπαγκίκα (τα ηχοτοπία της Αμερικής), ενώ ο αμανές της θύμιζε το πρωταρχικό υλικό.

Ο Κ. Βήτα «μετέφρασε» την Παπαγκίκα, την Μπέλλου και τον Παπαϊωάννου όπως ο Vassilikos ερμήνευσε τον Τσιτσάνη πριν από δύο χρόνια. Και όπως η Δήμητρα Γαλάνη διάβασε στις τζαζ παρτιτούρες του «Chronos» τα απολύτως απαραίτητα του λαϊκού τραγουδιού. Η νοσταλγία είναι μπροστά, αλλά όχι σαν χύμα λαϊκότητα, κομμένη και ραμμένη για ντέρτια ή καημούς.