O Αλέξης Τσίπρας κέρδισε δυο εκλογές και ένα δημοψήφισμα με μια σχετική άνεση. Ηταν ένα καισαρικό veni, vidi, vici που στοίχισε στη Νέα Δημοκρατία δύο αρχηγούς και κάμποσα κομματικά ευτράπελα. Ο Τσίπρας κυριάρχησε σαν Καίσαρας στο πολιτικό σκηνικό τουλάχιστον μέχρι τη νίκη του Μητσοτάκη στη ΝΔ. Και παρότι έχει χάσει πια πολλή από τη δύναμή του, φαίνεται ότι δεν θα έχει το τέλος του Καίσαρα: στον ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχουν Βρούτοι που κρατάνε μαχαίρια στο σκοτάδι, αλλά αφοσιωμένοι φίλοι που ψηφίζουν ό,τι τους λέει ο αρχηγός.

Αυτό σημαίνει θεωρητικά ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ μπορεί να γίνει η πρώτη μνημονιακή που θα εξαντλήσει την τετραετία της έστω και δημοσκοπικά απαξιωμένη από την κοινή γνώμη. Ο Καίσαρας μπορεί να κάθεται στον θρόνο του ακόμη και αν οι δρόμοι πλημμυρίζουν κάθε εβδομάδα από τους «Παραιτηθείτε!» ή ο αρχηγός της ΝΔ ζητά εκλογές κάθε δευτερόλεπτο. Ο Τσίπρας, όμως, είναι ένας Καίσαρας που δεν αισθάνεται ασφαλής. Φοβάται το ατύχημα –ή μάλλον το φάντασμα του Βρούτου. Και φλερτάρει με την ιδέα ενός εκλογικού νόμου που θα κόψει τη φόρα στη ΝΔ ακόμη κι αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης πετύχαινε τα ποσοστά που είχε πετύχει ο πατέρας του την εποχή του παλιού δικομματισμού.

Πίσω από τις υποτιθέμενες καλές προθέσεις της απλής αναλογικής κρύβεται η επιθυμία του Τσίπρα να διατηρήσει μια κάποια θέση ισχύος ακόμη κι ως ηττημένος. Αλλά χωρίς κουλτούρα συναίνεσης η απλή αναλογική είναι ο πιο σύντομος δρόμος για την κόλαση της ακυβερνησίας. Κι έπειτα είναι και η ίδια η πολιτική που πληγώνεται. Από την αίσθηση ότι ο εκλογικός νόμος στην Ελλάδα είναι ό,τι το Σύνταγμα στην Τουρκία ή τη Ρωσία: απλώς ένα κουρελόχαρτο που το χρησιμοποιούν όπως θέλουν ο Ερντογάν ή ο Πούτιν για να μείνουν για πάντα Καίσαρες.