Ερώτηση κρίσεως: Ποια η χρησιμότητα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στα χρόνια του Μνημονίου;

Για τους ξένους –δεξιούς ή αριστερούς, κυβερνητικούς ή θεσμικούς –η απάντηση είναι μία, ομοούσιος και αδιαίρετος. Η αξιωματική αντιπολίτευση υπάρχει για να ψηφίζει τα κρισιμότερα νομοσχέδια της κυβέρνησης ακριβώς στη φάση που το παιχνίδι δείχνει ότι πάει να χαθεί. Το πρότυπο είναι όσα έγιναν το καλοκαίρι του 2015 με το Μνημόνιο ΙΙΙ. Αλλά η συνταγή είναι σταθερή εδώ και έξι χρόνια. Ακόμη και κάποιος που ψήφισε «όχι» στο –πρώτο –Μνημόνιο ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δηλαδή ο Αντώνης Σαμαράς, κατέληξε να ψηφίσει «ναι» επί κυβερνήσεως Παπαδήμου, χάνοντας το ένα τρίτο του κόμματός του. Η συνέχεια είναι γνωστή και δεν χρήζει επαναλήψεως.

Αυτή είναι η πραγματικότητα πίσω από τα ευγενικά χαμόγελα και τις ανταλλαγές απόψεων περί φορολογίας και μετανάστευσης, όπως η συζήτηση που έκανε χθες ο Κυριάκος Μητσοτάκης με την Ανγκελα Μέρκελ. Ο νυν αρχηγός της ΝΔ δεν προσήλθε στην ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης για να δώσει συγχωροχάρτι στον ΣΥΡΙΖΑ. Διακηρυγμένη ήταν όμως και η πρόθεσή του να μη λαϊκίσει, κάνοντας πρώτα αντιπολίτευση καμένης γης και προσπαθώντας μετά να σπείρει το καψαλισμένο χωράφι.

Είναι ένα μείγμα πολιτικής κάπως ασταθές και δύσκολο στη διαχείρισή του. Από την άλλη, ο Κυριάκος έχει ένα σαφές πλεονέκτημα. Σίγουρα οι δανειστές δεν θα βρουν καλύτερη διαφήμιση του Μνημονίου από τον Τσίπρα. Αλλά δεν θα βρουν και καλύτερο να τον διαδεχθεί από τον –ομολογημένα φιλελεύθερο –Μητσοτάκη.

Ποτέ η ελληνική πολιτική δεν είχε μεγαλύτερη ορατότητα. Κάτι που δεν πρέπει να συγχέεται με την κοντινή απόσταση.