Αν υπάρχει ένα προβεβλημένο κομμάτι της κοινωνίας που λειτουργεί σαν απόπατος για όποιον θέλει να αφοδεύσει χωρίς συνέπειες, αυτό είναι το ποδόσφαιρο.

Κάθε πικραμένος που στα μικράτα του κλωτσούσε μια μπάλα, πήγε κάποτε σε ένα γήπεδο και διάβασε μια αθλητική εφημερίδα σκοτώνοντας τις ατελείωτες ελεύθερες ώρες ως φαντάρος θεωρεί εαυτόν μύστη του αθλήματος και θεϊκό εκφραστή των ζητημάτων του.

Το προβεβλημένο αφοδευτήριο που όλοι κατηγορούν για τη δυσωδία που αποπνέει, αλλά όλοι θέλουν να το επισκεφτούν, προσφέρει πολύ περισσότερα εκτός από χώρο για φυσική εκτόνωση.

Συνεισφέρει για παράδειγμα 550 εκατ. ευρώ στον κρατικό κορβανά από φόρους και εργοδοτικές εισφορές. Μόνο φέτος ο Ολυμπιακός θα πληρώσει στην Εφορία 20 εκατ. ευρώ, ενώ εν μέσω οικονομικής κρίσης ο ΠΑΟΚ αποπλήρωσε τα χρέη του που ήταν κοντά στα 11 εκατ. ευρώ. Το ελληνικό ποδόσφαιρο παράγει πλούτο που η επίδρασή του στο ΑΕΠ είναι 2,1 δισ. ευρώ. Δίνει δουλειά σε 40.000 ανθρώπους και κινεί μία ολόκληρη βιομηχανία που για πολλούς είναι άγνωστη.

Το άθλημα στη χώρα μας αντιμετωπίζεται ως αποσυνάγωγος και είναι ταυτισμένο με την αλητεία και τη ρεμούλα. Δικαιολογημένα ώς ένα σημείο. Δεν αμφιβάλλει όμως κανείς πως χασάπηδες προσπαθούν να το χειρουργήσουν για να αποκαταστήσουν την αξιοπιστία του.