Οι Πρωτοέλληνες έφτασαν στον ελλαδικό χώρο από τα βόρεια στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. και υποσκέλισαν ή αφομοίωσαν το προελληνικό στοιχείο, γνωστό με το συλλογικό όνομα Πελασγοί. Αυτή είναι η παραδοσιακή και ακόμη κυρίαρχη θεωρία. Στηρίζεται σε δύο σιωπηρές παραδοχές: ότι ο χρονικός ορίζοντας της ανθρώπινης προϊστορίας είναι λίγες χιλιάδες χρόνια πριν από τους ιστορικούς χρόνους και ότι οι πολιτισμικές τομές σε έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο οφείλονται οπωσδήποτε στην έλευση ενός καινούργιου πληθυσμού. Και οι δύο παραδοχές όμως έχουν αποδειχτεί λανθασμένες. Κατά συνέπεια, η θεωρία χάνει μεγάλο μέρος της πειστικότητάς της.

Ενας νέος έλληνας αρχαιολόγος, ο Θεόδωρος Γ. Γιαννόπουλος, αναλαμβάνει να ανιχνεύσει τις ρίζες των Ελλήνων και της ελληνικής γλώσσας σύμφωνα με τα νεότερα πορίσματα της επιστήμης (παρεκτείνοντάς τα με κάποιες δικές του υποθέσεις). Το βιβλίο του «»Πόθεν και πότε οι Ελληνες;»» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), με τα εισαγωγικά του τίτλου να αποδεικνύονται σημαδιακά, είναι φοβερά ενδιαφέρον και η μεστότητά του δικαιολογεί τον τεράστιο όγκο του (όχι σαν τα γιγαντομυθιστορήματα που λέγαμε τις προάλλες).

Με συναρπαστικό τρόπο ο συγγραφέας οδηγεί την αναζήτηση κεφάλαιο προς κεφάλαιο σε ολοένα βαθύτερα στρώματα της προϊστορίας. Ακολουθώντας έξυπνη τακτική, εξετάζει σε κάθε χρονική βαθμίδα τα σχετικά αρχαιολογικά ευρήματα, τις ερμηνείες που έχουν δοθεί γι’ αυτά, τις πιθανότητες να υποδεικνύουν την πρώτη εμφάνιση των Πρωτοελλήνων και, πάνω που νόμισες ότι βρέθηκε η ρίζα, σε διαψεύδει και προχωρεί βαθύτερα στο παρελθόν. Κάνει μια μακρά στάση στην αξιοπρόσεκτη θεωρία του σπουδαίου άγγλου αρχαιολόγου Κόλιν Ρένφριου, σύμφωνα με την οποία οι Ινδοευρωπαίοι (άρα και οι Πρωτοέλληνες) είναι οι φορείς του νεολιθικού πολιτισμού, που εξαπλώθηκε από την κεντρική Ανατολία γύρω στο 7000 π.Χ., τελικά την απορρίπτει και αυτή, τουλάχιστον εν μέρει, και συνεχίζει την καταβύθιση στον χρόνο, για να καταλήξει στην Ανω Παλαιολιθική, 40.000-45.000 χρόνια πριν από σήμερα. Το συμπέρασμά του είναι ότι οι Ελληνες και η γλώσσα τους δεν «ήρθαν» ποτέ στον ελλαδικό χώρο, προέκυψαν σταδιακά από τους πληθυσμούς που ζούσαν εδώ από την εποχή της εμφάνισης του ανατομικά σύγχρονου ανθρώπου στην Ευρώπη, χωρίς αυτό βέβαια να αποκλείει μεταγενέστερα μεταναστευτικά συμβάντα και προσμείξεις. Επιτόπια ήταν η εξέλιξη και για τους άλλους λαούς της Ευρασίας.

Εδωσα μια πολύ γενική σύνοψη του βιβλίου. Ο χώρος επιτρέπει να σημειώσω απλώς κάποιες επιμέρους ερεθιστικές εκτιμήσεις του συγγραφέα, όπως για την «κάθοδο των Δωριέων», που τους συνδέει με τον δαλματικό πολιτισμό Cetina της 3ης χιλιετίας π.Χ. και τη μυθολογική παράδοση για τον Οδυσσέα, ή για το ζήτημα των Πελασγών, όπου κυριολεκτικά αναποδογυρίζει την κρατούσα άποψη. Υπάρχουν ωστόσο πολλές περιπλοκές και αβεβαιότητες στην όλη προβληματική, όπου εμπλέκονται αρχαιολογία, παλαιογλωσσολογία και πληθυσμιακή γενετική. Πόση αλήθεια περιέχει, για παράδειγμα, η εκπληκτική θεωρία του ιταλού γλωσσολόγου Μάριο Αλινέι, που συσχετίζει τα τρία κύρια στάδια εξέλιξης της λιθοτεχνίας με τις τρεις μεγάλες σύγχρονες γλωσσικές ομάδες, των πτωτικών γλωσσών (όπως οι ινδοευρωπαϊκές), των απομονωτικών (όπως οι σινοθιβετιανές) και των συγκολλητικών (ουραλικές και αλταϊκές);

Σοφά ποιώντας, ο Γιαννόπουλος προειδοποιεί για την παρανόηση και εκμετάλλευση των επιστημονικών ανακαλύψεων από ημιμαθείς με εθνικιστικές και ρατσιστικές ιδέες. Δυστυχώς, όμως, δεν αποφεύγει τελικά και ο ίδιος την ιδεολογοποίηση. Ανάγοντας τις σημερινές πολιτισμικές διαφορές μεταξύ βορειοκεντρικής και μεσογειακής Ευρώπης στην παλαιολιθική εποχή, βγάζει συμπεράσματα που αναιρούν και τις δικές του απόψεις για τον ρόλο των πολιτισμικών ανταλλαγών. Οπως όταν υποστηρίζει ότι η ιδέα της ευρωπαϊκής ενότητας είναι χιμαιρική, λόγω θεμελιακά ασύμβατων πολιτισμών, ή ότι οι χαμηλοί δείκτες ιδιοκατοίκησης και η μεγάλη εργασιακή κινητικότητα στις δυτικές χώρες αντανακλούν τον τρόπο ζωής των… παλαιολιθικών κυνηγών-τροφοσυλλεκτών (ενώ εμείς εδώ είμαστε νεολιθικά μοντέρνοι)!