Χάζευα τις προάλλες (σε επανάληψη, τις μικρές ώρες της αϋπνίας) ένα τηλεπαιχνίδι γνώσεων. Διαγωνίζονταν δύο ομάδες με πέντε παίκτες η καθεμία. Γυναίκες και άνδρες με μέσο όρο ηλικίας γύρω στα 28. Μια ερώτηση ήταν: «Ποιοι έλληνες πολιτικοί είναι υπέρ της δραχμής;» με έξι, αν θυμάμαι καλά, δυνητικές απαντήσεις. Στο άκουσμά της, σαν το σκυλί του Παβλόφ, «είδα» σαν αστραπή το περσινό καλοκαίρι, οι ευειδείς παίκτες όμως μου επεφύλασσαν ένα άλλου είδους θρίλερ. Κοιτάζονταν μεταξύ τους, ανυποψίαστοι και περιχαρείς, αλλά απάντηση γιοκ. Ματάκια που ανοιγόκλειναν με απορία σαν να έπρεπε να εξηγήσουν με είκοσι λέξεις τα βαρυτικά κύματα, κάνα δυο απαντήσεις που αναφέρονταν στον Γεώργιο Παπανδρέου, μη σας πω και στον Χαρίλαο Τρικούπη, μία πετυχημένη όλη κι όλη. Μόνο ο παρουσιαστής, ο συμπαθής Χρήστος Φερεντίνος, νομίζω ότι αισθανόταν αμήχανα. Μαζί του κι εγώ από τον καναπέ μου. Οχι απλώς για το έλλειμμα αυτών των νέων αφού έκαναν κρόσσια ακόμη και το προσφιλές μου επιχείρημα, ότι δηλαδή η πληροφόρηση έχει, στις μέρες μας, αντικαταστήσει τη γνώση. Αυτό που με αποσβόλωσε ήταν το θράσος τους να δηλώσουν συμμετοχή σε ένα παιχνίδι γνώσεων.

Ποιο θράσος; Εδώ κοτζάμ Πρωθυπουργός, μες στην καλή χαρά και την περηφάνια, αμολάει πέρα δώθε στον πλανήτη τα αγγλικά της Βασιλειάδου στη «Θεία από το Σικάγο». Αυτή η επισημοποίηση της «μη γνώσης», η απέκδυσή της από στοιχειώδεις συνθήκες αμηχανίας, για να μην πω αιδούς, είναι πιο υπόκωφη από τη στοχοποίηση, ως ρετσινιά, της αριστείας. Αλλά με περισσότερες περικοκλάδες στο μέλλον αφού βολεύει πάρα πολλούς. Γιατί είναι εξαιρετικά εφησυχαστική η αυθάδεια της άγνοιας. Και φιλική στον χρήστη. Ακόμη περισσότερο όταν δεν πρόκειται περί απλής χρήσης αλλά περί κατάχρησης. Αλλιώς δεν θα ήταν συνεχή και επαναλαμβανόμενα τα ορθογραφικά και νοηματικά λάθη αυτών που χειρίζονται ταsocialmediaτων πρωτοκλασάτων στελεχών της κυβέρνησης. Οι «γνόμωνες» του Παππά, τα «χρίζουν» αντί «χρήζουν» του Τσίπρα, τα Στρασβούργα που συνορεύουν με τις Γαλλίες και τόσα άλλα.

Θεωρώ ότι η εξίσωση προς τα κάτω στην Παιδεία –όπως τουλάχιστον αντιλαμβάνομαι εγώ τη λογική του Φίλη που λέει ότι αφού δεν μπορούν να διδαχθούν Αγγλικά όλοι οι μαθητές των πρώτων τάξεων του Δημοτικού καλύτερα να μη διδαχθεί κανένας –είναι πιο επικίνδυνη από την αντίστοιχη οικονομική. Η δεύτερη είναι θέμα ταμειακό, λογιστικό που μπορεί, ακόμη και με ένα τρικ, να ισοσκελιστεί ενώ η πρώτη συνειδησιακό. Ετσι, περισσότερο από κάθε άλλη φορά πιστεύω ότι σήμερα ο πιο ουσιαστικά πολιτικός στίχος μας είναι αυτός που λέει: «Σ’ το ‘πα και σ’ το ξαναλέω, μη μου γράφεις γράμματαγιατί γράμματα δεν ξέρω και με πιάνουν κλάματα». Στίχος αντίστασης.