Συνέβη πριν από ενάμιση μήνα στην απονομή των βραβείων της Ακαδημίας Ελληνικού Κινηματογράφου. Η τελετή ήταν αφιερωμένη στους πρόσφυγες. Κάποια στιγμή, μεταξύ λιγότερο ή περισσότερο ακκιζόμενων βραβευμένων, ένα τσούρμο άνθρωποι (που κάποιος μας πληροφόρησε ότι πρόκειται

για πρόσφυγες) βγήκαν στη σκηνή, στάθηκαν για λίγα λεπτά σαν στρατιωτάκια αμίλητα, ακούνητα, αγέλαστα και αποχώρησαν ενώ το κοινό χειροκροτούσε συγκινημένο… Για ποιον λόγο; Επειδή αυτοί οι άνθρωποι ήταν πρόσφυγες; Επειδή τους ανέβασαν στη σκηνή; Ή μήπως το κοινό, εμείς δηλαδή, χειροκροτούσαμε τον φολκλoρισμό του δικού μας ανθρωπισμού, τύπου «Αγαπώ τους πρόσφυγες και είμαι καλά»; Πάντως αυτό το ταμπλό βιβάν, η χρήση ουσιαστικά των προσφύγων ως ταπετσαρίας σκηνικού, υπήρξε μία από τις πιο αμήχανες στιγμές που έχω ζήσει ως θεατής.

Μέχρι προχθές που είδα στην τηλεόραση τον υπουργό Πολιτισμού Αριστείδη Μπαλτά –αυτόν που πριν από λίγες εβδομάδες είχε πει ότι η λασπουριά της Ειδομένης τιμά την Ελλάδα –να ξεναγεί ένα άλλο τσούρμο πρόσφυγες στην Ακρόπολη. Με body language σχολικής παράστασης. Το ένα χέρι ψηλά, σαν να χαϊδεύει το τοπίο, το άλλο χαμηλά, σαν να χαϊδεύει τη σακακιά της εξουσίας. Και από πίσω οι πρόσφυγες, ιδανικό, πολύχρωμο φόντο για καρτ ποστάλ αλληλεγγύης. Εξάλλου γι’ αυτό στήθηκε το σκηνικό. Ποζάρισε σαν ξεναγός και αποχώρησε άρον άρον σαν υπουργός. Αλλά η φωτογραφία έμεινε. Με τους πρόσφυγες αποσβολωμένους ανάμεσα στο κλέος του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και στο κλάμα του σύγχρονου. Αυτήν τη φορά ένιωσα αμήχανα ως πολίτης για την εργαλειοποίηση (όπως λέγανε στη vintage Αριστερά) του ανθρώπου από άνθρωπο.