Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2013, ο Ταγίπ Ερντογάν ανακοίνωνε σε μια τηλεοπτική του συνέντευξη την πρόθεσή του να βρει μια ειρηνική λύση στην 30ετή ένοπλη κουρδική κρίση μέσα στον χρόνο που ξεκινούσε. Υστερα από λίγο η Τουρκία μάθαινε ότι η κυβέρνησή της διεξήγε επί μήνες μυστικές ειρηνευτικές συνομιλίες με τον φυλακισμένο στο Ιμραλί Αμπντουλάχ Οτζαλάν. Και τον Μάρτιο, στη γιορτή του Νεβρόζ, διαβαζόταν στο Ντιγιαρμπακίρ μια επιστολή του Οτζαλάν που καλούσε σε εκεχειρία, αφοπλισμό και ανήγγελλε το τέλος του πολέμου.

Για τον Ερντογάν ήταν η στιγμή του θριάμβου.

Είχε κερδίσει τρεις εκλογικές αναμετρήσεις, αυξάνοντας κάθε φορά τα εκλογικά του ποσοστά. Είχε κερδίσει δύο συνταγματικά δημοψηφίσματα με μεγάλη πλειοψηφία. Οι αντίπαλοί του, στο στρατιωτικό και διοικητικό κατεστημένο, είχαν συντριβεί. Η οικονομία της Τουρκίας, που το 2001 ήταν ένα βήμα από την άβυσσο και είχε διασωθεί με τα δάνεια του ΔΝΤ, ήταν πια μία από τις πιο γρήγορα αναπτυσσόμενες οικονομίες στον κόσμο. Το «μοντέλο Ερντογάν» ήταν για τις δυνάμεις της Δύσης η απόδειξη ότι δημοκρατία και Ισλάμ δεν είναι ασυμβίβαστα. Και για τους εξεγερμένους της Αραβικής Ανοιξης, από την Τύνιδα ώς το Κάιρο, ένα ένδοξο υπόδειγμα προς μίμηση. Η στιγμή του θριάμβου διήρκεσε πολύ λίγο. Μερικές εβδομάδες…

Στις αρχές Ιουνίου, για μια ασήμαντη αφορμή, τις διαδηλώσεις των νέων εναντίον ενός τρελού σχεδίου ανοικοδόμησης στο μικρό Πάρκο Γκεζί, μια απίστευτη έκρηξη βίας μάτωνε επί μέρες την Πλατεία Ταξίμ. Ο άνθρωπος που θα γινόταν ο ελευθερωτής της Τουρκίας από τα αυταρχικά δεσμά του κεμαλισμού διέψευδε οριστικά τη φιλελεύθερη υπόσχεσή του και αποξένωνε όσους είχαν πιστέψει σε αυτήν. Τα υπόλοιπα έγιναν με καταιγιστικούς ρυθμούς: ο Ερντογάν αποξενώθηκε από τον στενότερο συνεργάτη του και συνιδρυτή του κόμματός του, τον πρόεδρο Γκιουλ. Πήρε βίαιο διαζύγιο από τους συμμάχους του στη μάχη εναντίον του βαθέος κράτους, τους οπαδούς του ιμάμη Γκιουλέν. Σκάνδαλα διαφθοράς μόλυναν την ατμόσφαιρα. Και η εμπλοκή των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών στον εμφύλιο της Συρίας έδωσε τη χαριστική βολή στο «μοντέλο Ερντογάν».

Οι Κούρδοι της Συρίας κατηγόρησαν την Τουρκία ότι βοηθά τους ισλαμιστές σφαγείς τους με όπλα και ανέχεται την αιματηρή δράση τους και από τις δύο πλευρές της τουρκοσυριακής μεθορίου. Και μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2015, όπου το κουρδικό κόμμα κατάφερε για πρώτη φορά στην Ιστορία να υπερβεί το φράγμα του εκλογικού νόμου –το όριο του 10% –και να εκπροσωπηθεί στη Βουλή, με αποτέλεσμα να στερήσει από το κόμμα του Ερντογάν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ο «βρώμικος πόλεμος» επέστρεψε στη Νοτιοανατολική Τουρκία, πιο βρώμικος από ποτέ, με το αίμα να ρέει μέσα στις πόλεις και τις φυλακές να γεμίζουν με δημοσιογράφους και πανεπιστημιακούς που είχαν τολμήσει να κάνουν κριτική ή να αποκαλύψουν δυσάρεστες αλήθειες.

Τρία μόλις χρόνια μετά τη στιγμή του θριάμβου του, ο Ερντογάν αντιμετωπίζει σήμερα ένα τριπλό κουβάρι κρίσεων: η Τουρκία έχει γίνει μέρος της συριακής κρίσης και οι συνέπειές της εκβάλλουν στο ίδιο το έδαφός της. Η κουρδική κρίση έχει επιστρέψει στο χειρότερο σημείο της. Και η μάχη για την εξουσία έχει μεταφερθεί στον κλειστό εσωτερικό κύκλο του κυβερνώντος μπλοκ. Ο Αχμέτ Νταβούτογλου –ο τελευταίος συνομιλητής της Ευρώπης στην Αγκυρα –είναι το τελευταίο θύμα αυτής της μακράς μάχης. Η εκπαραθύρωσή του σημαδεύει το τέλος μιας εποχής.

Μένει να μετρήσουμε τις συνέπειες. Να μετρήσουμε πώς θα μεταβάλει η μετά Νταβούτογλου εποχή την τουρκική πολιτική για την προσφυγική κρίση, την πολιτική ασφάλειας της χώρας, την πολιτική έναντι των Κούρδων. Να μετρήσουμε και πώς (και αν) θα αλλάξει κάτι και στο μέτωπο του Αιγαίου, στο οποίο, μετά την τελευταία απόπειρα, πριν από 20 χρόνια, να εξαχθεί στα νερά του μια εσωτερική πολιτική κρίση, ζούμε, από το 1999, μια περίοδο σχετικής ηρεμίας, που έχουμε κάθε λόγο να θέλουμε να προασπίσουμε.