Με τον Νίκο Αλιβιζάτο έχουμε συναντηθεί δύο φορές όλες κι όλες, και αυτό μόλις τα τελευταία χρόνια. Αλλά οι βιογραφικές διαδρομές μας μοιάζουν τόσο πολύ ώστε παραξενεύομαι που δεν διασταυρωθήκαμε νωρίτερα και συχνότερα. Σχεδόν συνομήλικοι, Αθηναίοι αστικής καταγωγής και οι δύο, με μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό την ίδια εποχή (εκείνος στη Γαλλία, εγώ στη Γερμανία), ανάμειξη σε οργανώσεις και κινήσεις της ανανεωτικής Αριστεράς, σταδιακό πέρασμα σε πιο μετριοπαθείς θέσεις. Μου είναι, λοιπόν, δύσκολο να κρίνω αποστασιοποιημένα το πρόσφατο και εν μέρει προσωπικό βιβλίο του «Πραγματιστές, δημαγωγοί και ονειροπόλοι» (Πόλις), γιατί η συγγένεια των βιωμάτων και των ιδεών ίσως με ωθήσει σε μια μεροληπτική στάση.

Αν έπρεπε να εντοπίσω μια διαφορά μας, θα έλεγα ότι εκείνος είναι φύσει («αθεράπευτα») αισιόδοξος, ενώ εγώ είμαι μάλλον σκεπτικιστής. Ισως αυτό οφείλεται και στη διαφορά των σπουδών μας (νομικά εκείνος, ανθρωπολογία εγώ). Εικάζω, δηλαδή, ότι η νομική παιδεία του τον κάνει να έχει μεγαλύτερη πίστη στον ρόλο των θεσμών από ό,τι εγώ, που ψάχνω για άλλου είδους σταθερές στη ζωή των ανθρώπινων συνόλων. Φυσικά, η δική του προσέγγιση είναι πιο εποικοδομητική, γιατί δέχεται ότι οι θεσμοί του δικαίου έχουν σχετική αυτονομία απέναντι στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, μπορούν επομένως να το επηρεάσουν καθοριστικά προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.

Το βιβλίο περιλαμβάνει πορτρέτα ελλήνων πολιτικών και διανοουμένων, από τον Καποδίστρια ώς τον Στέφανο Μάνο και από τον Νικόλαο Σαρίπολο ώς τον Νίκο Θέμελη, εξετάζοντας κυρίως τις ιδέες τους για τους πολιτικούς και δικαιακούς θεσμούς. Ο Αλιβιζάτος μοιράζει αυτές τις προσωπικότητες σε τρεις παραδόσεις: την αστική, τη σοσιαλδημοκρατική (που ένας μαρξιστής βέβαια δεν θα τη διέκρινε από την προηγούμενη) και την κομμουνιστική. Μολονότι τα κείμενα αυτά γράφτηκαν σε διαφορετικές εποχές και με διαφορετικές αφορμές, η οπτική τους είναι σταθερή. Εννοώ την ιδεολογική οπτική, με το στίγμα της να βρίσκεται κάπου στον ρευστό χώρο που καλύπτουν οι όροι Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά. Ο Αλιβιζάτος είναι ωστόσο δίκαιος στην παρουσίαση και αξιολόγηση όλων των προσώπων με τα οποία καταπιάνεται, όσες ιδεολογικοπολιτικές διαφορές και αν έχει με αυτά. Αποτιμά π.χ. τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ως τον σημαντικότερο έλληνα πολιτικό του εικοστού αιώνα μετά τον Βενιζέλο και αντιμετωπίζει με σεβασμό τον υπερσυντηρητικό Κωνσταντίνο Τσάτσο, ενώ από την άλλη εξαίρει την πρωτοτυπία της νομικής σκέψης του τροτσκιστή Παντελή Πουλιόπουλου και δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τον Νίκο Πουλαντζά. Μόνο με δικτάτορες δεν καταδέχεται να ασχοληθεί, αν και σε ένα – δυο σημεία αναγνωρίζει την πολιτική ευφυΐα του Μεταξά.

Αυτός ο συνδυασμός κριτικής δικαιοσύνης και προσωπικής, απροκάλυπτης ιδεολογικής τοποθέτησης, που σε ένα επίμετρο μάλιστα αποκαλύπτεται το βιωματικό υπόβαθρό της, κάνει το βιβλίο ιδιαίτερα ζωντανό για τέτοιο σύγγραμμα, ανεξάρτητα από το πόσο συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τις επιμέρους αξιολογήσεις του συγγραφέα. Κατά τη γνώμη μου, όμως, το πιο ενδιαφέρον στη σκέψη του Αλιβιζάτου είναι η γενική του θεώρηση της εξέλιξης του ελληνικού κράτους και των θεσμών του. Σε αντίθεση με τα στερεότυπα, αυτός πιστεύει (και τεκμηριώνει) ότι η Ελλάδα έχει να επιδείξει μακρά κοινωνική παράδοση εξισωτισμού, που αποτυπώνεται στους θεσμούς, γρήγορη εδραίωση του κοινοβουλευτισμού, στον οποίο οι πρόκριτοι της οθωμανοκρατίας αναζήτησαν καινούργιο ρόλο, και ναι, σημαντική αστική τάξη, παρά τις δυσπλασίες και τις κατά καιρούς ήττες της. Ολα αυτά στοιχειοθετούν έναν θετικότερο απολογισμό της Ελλάδας σε σχέση με το βαλκανικό, εν μέρει και από το νοτιοευρωπαϊκό γεωπολιτικό περιβάλλον της. Δεν μίλησα πριν για αισιόδοξη ματιά; Ειδικά στις μέρες μας τη χρειαζόμαστε.