Δεν με εκπλήσσουν αυτά που έγιναν με την απεργία των δημοσιογράφων, που έληξε χθες τόσο περίεργα, τόσο άδοξα, τόσο αδιάφορα. Κομμάτι της κοινωνίας είμαστε, καθρέφτης της, σπλάγχνο από τα σπλάγχνα της που λένε, γιατί να έχουμε άλλα αντανακλαστικά, πώς να μην αναπτύσσουμε τα ίδια χαρακτηριστικά, με ποια λογική θα μπορούσαμε να γλιτώσουμε εμείς από τις ασθένειες του έθνους; Μόνο αν ήμασταν μια ελίτ θα συνέβαινε αυτό, μόνο αν επιτελούσαμε πράγματι «λειτούργημα» όπως συνήθιζαν να λένε οι παλιοί (και το πίστευαν!), αλλά αυτά είναι παχιά λόγια, κούφια συνθήματα, η αλήθεια είναι πιο πεζή: εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω. Με άλλα λόγια, αν κάθε χώρα έχει τους πολιτικούς που της αξίζουν και τους διανοούμενους που της αξίζουν, το λογικό είναι να έχει και τους δημοσιογράφους που της αξίζουν.

Ετσι λοιπόν τις τελευταίες ημέρες τα είδαμε όλα –στα σόσιαλ μίντια φυσικά, αφού τα μέσα ενημέρωσης σιγούσαν. Αλλά και στους χώρους εργασίας (κι όμως, δεν ερήμωσαν!), στις παρέες, ακόμη και μέσα στις ίδιες τις οικογένειες. Αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε αντιμνημονιακούς και μνημονιακούς, κυβερνητικούς και αντικυβερνητικούς (που δεν είναι το ίδιο με το προηγούμενο), φιλελεύθερους και επαναστάτες, ρεαλιστές και ρομαντικούς, τολμηρούς και φοβισμένους, ηλικιωμένους και νεότερους, γνώστες των θεμάτων και άσχετους, έντιμους και λαμόγια, μετριοπαθείς και τραμπούκους, ασφαλισμένους και ανασφάλιστους, μισθωτούς και μπλοκάκηδες, βολεμένους και προλετάριους, επαγγελματίες συνδικαλιστές και πεισματάρηδες συντάκτες. Είδαμε φανατισμό, είδαμε δογματισμό, είδαμε ιδεοληψία, είδαμε και απύθμενη γελοιότητα: θυμίζοντας καταστάσεις που είχαμε να δούμε από τη Σοβιετική Ενωση και τους δορυφόρους της, ακυρώνοντας την ίδια την ουσία της δημοσιογραφίας που καλείται να υπηρετεί, το συνδικαλιστικό μας όργανο έφτασε να «αποφασίσει» την επιβολή σε όλα τα σημερινά φύλλα ενός κοινού πρωτοσέλιδου που σχεδιάστηκε από κάποιους εγκέφαλους σε κάποιο κέντρο…

Συνέβη όμως κάτι περίεργο. Μπορεί να είμαστε εικόνα της κοινωνίας, αλλά οι διαμάχες μας είναι έξω από την κοινωνία, μακριά της, κινούνται σε ένα άλλο επίπεδο, αρκεί να ρωτήσετε κάποιον στο δρόμο αν ξέρει τι είναι το αγγελιόσημο, αν ξέρει γιατί απεργούσαμε, αν ξέρει καν ότι απεργούσαμε. Το ζήτημα δεν είναι πια αν οι πολίτες, ύστερα απ’ όλα όσα έχουν ζήσει και όσα καλούνται ακόμα να ζήσουν, έχουν την πολυτέλεια να μας βλέπουν με κάποια συμπάθεια και να δείχνουν κάποια αλληλεγγύη ή μας θεωρούν αλήτες, ρουφιάνους και πουλημένους. Το ζήτημα είναι ότι τους ενδιαφέρει όλο και λιγότερο.

Και σ’ αυτό δεν φταίει καμιά ανάλγητη κυβέρνηση και κανείς αδιάλλακτος δανειστής. Φταίμε εμείς.