Ο Σάκης Σερέφας είναι μια εντελώς ιδιότυπη περίπτωση στη λογοτεχνία μας. Με μια έννοια, ξεφεύγει από τα όρια της κριτικής. Ή τον αποδέχεσαι όπως είναι, χωρίς επιμέρους ενστάσεις, ή τον απορρίπτεις σύγκορμο. Πολλούς θα τους απελπίζει ή θα τους εκνευρίζει η γλωσσική ακράτειά του, η διακωμώδηση όλων των λεκτικών και αφηγηματικών συμβάσεων, η υπονόμευση κάθε προσπάθειας να δημιουργηθεί με τον λόγο ένα συνεκτικό σύμπαν –συμπεριφορά η οποία θυμίζει αγοράκι που ξεχαρβαλώνει με ενθουσιασμό τα παιχνίδια του. Αλλοι, αντίθετα, απολαμβάνουν την αναρχική σάτιρά του, τις ευρηματικές χρήσεις και διασταυρώσεις λέξεων, την προκλητική διατάραξη του ειρμού των ιστοριών του και την αναγωγή τους στο παράλογο.

Ανήκω στη δεύτερη κατηγορία. Οχι επειδή μου αρέσει το γλωσσικό ξεσάλωμα ως αυτοσκοπός. Αλλά επειδή θεωρώ ότι στον Σερέφα δεν είναι αυτοσκοπός. Μπορεί η φαντασία αυτού του συγγραφέα να είναι ασύδοτη, η γλώσσα του ατάσθαλη, το ύφος του ευτράπελο, αλλά το αίσθημα ζωής που τα παράγει είναι ένα μείγμα τρυφερότητας και μελαγχολίας. Πίσω από το πανδαιμόνιο της σύγκρουσης των φράσεών του, πίσω από τον πάταγο της ανατίναξης των αφηγηματικών υποστυλωμάτων του, πίσω από τη θορυβώδη αποδομητική ευφορία των περιγραφών του ακούγεται κάτι σαν λυγμός ή ελεγεία.

Στο «Εξω χιονίζει» (Πόλις) το πλαίσιο είναι οι επετειακές εκδηλώσεις στη Θεσσαλονίκη για τα εκατό χρόνια από την άφιξη εκεί στρατευμάτων της Αντάντ το 1915, στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε ένα κινηματοθέατρο, ένα μέντιουμ καλεί από το υπερπέραν τα πνεύματα έξι στρατιωτών εκείνης της πολυεθνικής δύναμης (δύο Βρετανών, ενός Γάλλου, ενός Ιταλού, ενός Ρώσου και ενός Ινδού). Καθένας από αυτούς διηγείται την ιστορία του. Φυσικά, δεν περιμένουμε «ομαλές» διηγήσεις. Τα έξι εκτοπλάσματα μιλούν σαν πρόσωπα μιας τρελής επιθεώρησης, σαρκάζουν και αυτοσαρκάζονται, πειράζουν το κοινό, ο συγγραφέας παρεμβάλλει διαλυτικά σχόλιά του, παραθέτει ανόητες στιχομυθίες των θεατών, εκθέτει με flash forward το μέλλον κάποιων από αυτούς.

Μέσα από αυτή την κατάλυση της σοβαρότητας προβάλλει, πολύ σοβαρό, ένα άλλο πνεύμα. Οχι ένα έβδομο εκτόπλασμα αλλά το πραγματικό πνεύμα του συγγραφέα. Κανένας από τους έξι στρατιώτες δεν έπεσε στη μάχη. Ολοι εξοντώθηκαν από την ελονοσία ή τον τύφο στα στρατόπεδα της Θεσσαλονίκης. Μιας Θεσσαλονίκης βουλιαγμένης στη λάσπη, τυλιγμένης στη σκόνη και στην μπόχα. Η αντιηρωική καθημερινότητα και ο παραλογισμός του πολέμου (ένας από τους στρατιώτες λέει, κάνοντας ένα λογοπαίγνιο με τον ανωφελή κώνωπα της ελονοσίας, «Αυτή είναι η ειρωνεία του πολέμου! Να πολεμάς με το Ανωφελές!»), στοιχίζονται με τη θλιβερή εικόνα της ειρήνης στην πόλη και, μέσω της σκηνοθετικής συνάντησης των δύο εποχών, με την άχαρη, ανούσια ζωή των σημερινών μικροαστών που σκιτσάρονται ανάμεσα στις παρλάτες των έξι φαντασμάτων.

Στην εξαρθρωμένη πραγματικότητα του «ειρηνοπόλεμου» που απεικονίζει ο Σερέφας τα αντικείμενα αυτονομούνται από τις χρήσεις τους και αποκτούν δική τους ζωή. Την ωραιότερη, πραγματικά συγκλονιστική έκφραση αυτού τη συναντάμε στην περιγραφή της πυρκαγιάς του 1917 από τον ινδό φαντάρο. Οι πανικόβλητοι κάτοικοι μεταφέρουν στην παραλία όσα μπόρεσαν να διασώσουν από τα υπάρχοντά τους και τα πράγματα αυτά, συνωστισμένα σε παράταιρους, άτακτους συνδυασμούς, δημιουργούν καθένα χωριστά και όλα μαζί μια τρομακτική, αλλά και συναρπαστική εικόνα.

Εν τέλει, πάντως, έχω την αίσθηση πως το βαθύτερο, ενοποιητικό θέμα των έργων του Σερέφα είναι η αδυναμία της γλώσσας να αποδώσει την ουσία της ανθρώπινης εμπειρίας. Ο Σαρτρ είπε ότι η τεχνική ενός συγγραφέα μάς ανάγει στη μεταφυσική του. Η μεταφυσική του Σερέφα είναι η νοσταλγία για μια ανέφικτη γλώσσα. Είναι ο σπαρακτικός πόθος του ποιητή.