Η δημοσιογραφική αποκάλυψη ενός σκανδάλου είναι βαρόμετρο για μια δημοκρατία. Γιατί δεν είναι μόνο η αντίδραση του θιγομένου που κρίνει την ποιότητά της. Είναι και η αντίδραση των θεσμών της Πολιτείας –από την κυβέρνηση και τη Δικαιοσύνη ώς τις φορολογικές Αρχές. Αλλά είναι και η αντίδραση των υπόλοιπων μέσων ενημέρωσης. Στη Ρωσία, για παράδειγμα, εφημερίδες και κανάλια προπαγανδίζουν τη θέση του Κρεμλίνου απέναντι στις αποκαλύψεις των Panama Papers για τον Βλαντίμιρ Πούτιν: ο πρόεδρος είναι στόχος της CIA. Αντίθετα, δεν κουράζονται να ενημερώνουν τη ρωσική κοινή γνώμη για τις εξωχώριες αμαρτίες του προέδρου της Ουκρανίας Πέτρο Ποροσένκο.

Αν η συνέχεια των Panama Papers είναι τόσο εντυπωσιακή όσο ήταν η αρχή της, τότε πολλές δημοκρατίες θα περάσουν το μεγαλύτερο τεστ αντοχής τους εδώ και δεκαετίες. Ηδη κάποιες από αυτές έκαναν επίδειξη δημοκρατικών αντανακλαστικών και διοικητικής παράδοσης. Στην Ισλανδία ο πρωθυπουργός παραιτήθηκε. Στη Γαλλία ο Φρανσουά Ολάντ προανήγγειλε την ενεργοποίηση των φορολογικών Αρχών, ενώ στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η Ιταλία του Ρέντσι. Γιατί οι φορολογικοί παράδεισοι μπορεί να συνεχίσουν να υπάρχουν και μετά την αποκάλυψη του μεγαλύτερου σκανδάλου στην ιστορία τους. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν και οι ισλανδοί, οι γάλλοι ή οι ιταλοί φοροφυγάδες.

Και στην Ελλάδα; Η εμπειρία από τις προηγούμενες λίστες δείχνει ότι το πρωτεύον εδώ δεν ήταν ποτέ ο φορολογικός έλεγχος και η απόδοση φορολογικής δικαιοσύνης αλλά το λιντσάρισμα. Είναι η υπόδειξη του ιδανικού ενόχου, η διαπόμπευση των ενόχων των άλλων –τόσο θορυβώδης και βάναυση ώστε να κρύψει την ενοχή όλων των υπολοίπων. Το παιχνίδι θα παιχτεί και πάλι εξωθεσμικά –στον πόλεμο των κομματικών ανακοινώσεων και τα τηλεοπτικά παράθυρα. Και για ακόμη μία φορά θα χάσει η δημοκρατία.