Συνέβη ένα μεσημέρι, καθώς περίμενα με μια φίλη μου στο φανάρι της Πλατείας Μαβίλη. Ζέστη ανοιξιάτικη, πιο δυσβάσταχτη και από καλοκαιρινό καύσωνα και η γυναίκα που μας πλησίασε –γύρω στα 50 –εκτός από κάποια παραπανίσια κιλά, κουβαλούσε και το χοντρό μπουφάν της. Ανήκε σε αυτήν την κατηγορία των γυναικών που δεν πριμοδοτούν, ως προς την εμφάνιση, τη θηλυκότητά τους, αλλά εκπέμπουν μια πληθωρική, ακατέργαστη γυναικεία καπατσοσύνη και οικειότητα. Μας ρώτησε πόσο μακριά είναι η Λεωφόρος Βουλιαγμένης και πριν προλάβουμε να απαντήσουμε το έκανε πιο συγκεκριμένο: «Πόσο θα μου πάρει δηλαδή το ταξί; Γιατί έτσι που γίναμε μετράμε και το 20λεπτο». Δεν μπορέσαμε ωστόσο να της δώσουμε συγκεκριμένη απάντηση, καθώς δεν ξέραμε σε ποιο ύψος της Βουλιαγμένης βρισκόταν το εμπορικό κέντρο στο οποίο ήθελε να πάει. «Δεν πειράζει» μας είπε. «Θα περπατήσω όσο αντέχω και παίρνω ταξί μετά». Και συνέχισε τον δρόμο της με το μπουφάν στον ώμο σφυρίζοντας κάποιον σκοπό.

Την έβλεπα να απομακρύνεται και τη χαιρόμουν. Οχι μόνο δεν της προκαλούσε θλίψη το μέτρημα του 20λεπτου, αλλά δεν δημιούργησε ούτε στιγμιαία ενοχή σε μένα που μπορώ –ακόμη! –να πάρω ταξί πριν εξαντλήσω τις αντοχές μου στο περπάτημα. Με μια ασυνείδητη αίσθηση πολυτέλειας, αφού προτίμησε να μοιράσει τη διαδρομή ποδαρόδρομο –ταξί παρά να κρεμαστεί εξαρχής σε ένα λεωφορείο. Και με μια ενστικτώδη αντίσταση στη φτωχοποίηση, αφού μου απέδειξε με έναν σχεδόν πρωτόγονο τρόπο ότι η μιζέρια δεν έχει να κάνει με έλλειμμα στο ταμείο, αλλά με έλλειμμα στη διάθεση.