Πρόκειται για ένα ιδιότυπο είδος θεάτρου το οποίο κληρονομήθηκε από την κομέντια ντελ άρτε και αναπτύχθηκε από τα μπουλούκια που κάποτε αλώνιζαν την ελληνική περιφέρεια. Οι ηθοποιοί πολύ συχνά έπαιζαν χωρίς έργο, χωρίς κείμενο. Ανέβαιναν στη σκηνή και έλεγαν ό,τι τους κατέβαινε. Είχαν όμως την εκπληκτική ικανότητα να συντονίζονται στον αυτοσχεδιασμό τους και να κάνουν μεγάλους διάλογους χωρίς, στην ουσία, να λένε τίποτα. Αυτό είναι το νούτικο. Αποτέλεσμα πηγαίου και πληθωρικού ταλέντου που ανέδειξε σημαντικούς καλλιτέχνες, χαρακτήρισε σπουδαίες ερμηνείες και –αν και κατά καιρούς το σνόμπαραν οι ακαδημαϊκοί του θεάτρου –διαμόρφωσε μια σχολή υποκριτικής.

Αλλο όμως το νούτικο στον θεατρικό λόγο κι άλλο στον πολιτικό ή στον δημόσιο όπου τείνει να γίνει καθεστώς. Οι λεκτικοί εντυπωσιασμοί, τα αίολα ευχολόγια, οι απειλές και οι αοριστολογίες των κυβερνώντων είναι μια πρακτική που πλανεύει αλλά δεν μακροημερεύει. Αυτό τουλάχιστον λέει η Ιστορία. Πιο επικίνδυνο είναι το νούτικο στον λόγο και στη συνείδηση των ψηφοφόρων και οπαδών, εκεί ακριβώς δηλαδή που φυτρώνει η σπορά της κυβερνητικής τιποτολογίας. Λέξεις σαν βεγγαλικά που κάνουν πολύ θόρυβο και που όσο πάει ξεχειλώνει το νοηματικό τους περιεχόμενο, ευτελίζοντας έτσι την πραγματική τους έννοια. Φασίστες όποιοι είναι ρεαλιστές και δεν ονειρεύονται στον ξύπνιο τους μια, ιστορικά ανέφικτη, παγκόσμια ειρήνη ή δεν συμμετείχαν νοερά στην παρέα της Γένοβας. Διαπλεκόμενοι όσοι έχουν αντίθετη άποψη. Και υπεράνω όλων ένας ατελέσφορος ανθρωπισμός που κολλάει στις λάσπες της πραγματικότητας. Αυτό το νούτικο στα λεκτικά οπλοστάσια των ανθρώπων δεν ανατρέπεται τόσο εύκολα όσο οι εύθραυστες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες.