Αν όλα τα κράτη έχουν ένα σκοτεινό κεφάλαιο στην ιστορία της εξωτερικής τους πολιτικής, το σκοτεινό κεφάλαιο του ελληνικού κράτους γράφτηκε από τη σχέση της Αθήνας με τη Σερβία του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και του Ράντοβαν Κάρατζιτς. Ο πρώτος δεν ζει πια. Αλλά η καταδίκη του δεύτερου σε σαράντα χρόνια κάθειρξη για τη σφαγή των άμαχων μουσουλμάνων της Σρεμπρένιτσα και άλλα εννέα εγκλήματα πολέμου υπενθυμίζει ότι το ελληνικό κράτος συμμάχησε κάποτε με έναν σφαγέα. Και με τον κυνισμό της πιο στυγνής διπλωματικής παράδοσης.

Ποιοι ήταν οι Βελζεβούλ της ελληνικής διπλωματίας, αυτοί οι Κίσινγκερ των Βαλκανίων που κινήθηκαν τόσο αμοραλιστικά στη διπλωματική σκακιέρα για να διασφαλίσουν τα ελληνικά συμφέροντα; Τα πρόσωπα δεν έχουν τελικά και τόση σημασία. Γιατί λείπει το όφελος, δηλαδή η προάσπιση του συμφέροντος. Στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας η πολιτική της Ελλάδας δεν διαμορφώθηκε από τον κόσμο που μεταβαλλόταν, τα σύνορα που άλλαζαν, το κύμα της αυτοδιάθεσης, αλλά από ένα δεξιό ιδεολόγημα περί ορθόδοξων αδελφών που επέβαλε η Εκκλησία και έναν αριστερό αντιδυτικισμό που θεωρεί παραδοσιακά ότι η Ευρώπη ενσαρκώνει το απόλυτο κακό. Οι ελληνικές κυβερνήσεις υποστήριξαν έναν πολιτικό που ήταν υπεύθυνος για τη μεγαλύτερη σφαγή στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μόνο επειδή ήταν ομόδοξος. Και τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης τροφοδότησαν τον φανατισμό της κοινής γνώμης με καύσιμο ύλη τη δικαιολογία ότι οι πληροφορίες για τις δολοφονίες και τους βιασμούς των αμάχων ήταν δυτική προπαγάνδα.

Η Ελλάδα τότε έκλεισε τα μάτια σε ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Δεν είναι η πρώτη χώρα που το κάνει. Είναι όμως η μοναδική –τουλάχιστον στην Ευρώπη –που αρνείται να αναμετρηθεί με το σκοτεινό της παρελθόν. Η μοναδική που, σαν τον Κάρατζιτς, μπορεί να αφήσει μακριά γενειάδα για να μοιάζει με άμωμο παπά. Φυσικά ορθόδοξο.