Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου τον Νοέμβριο του 1989 δεν βρήκε στα πρωτοσέλιδα της εποχής τον χώρο που της έπρεπε. Στριμώχτηκε σε μια γωνία από τη δύναμη μιας εσωτερικής πολιτικής επικαιρότητας, στην οποία κυριαρχούσε το σκάνδαλο Κοσκωτά. Γιατί το «βρώμικο ’89» δεν είχε επιφέρει τεράστιο πλήγμα μόνο στην αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και στην ομαλότητα της πολιτικής ζωής. Είχε προκαλέσει και αφόρητη εσωστρέφεια. Η Ελλάδα είχε γίνει ένας περίκλειστος κόσμος. Και ως τέτοιος έχανε ένα από το πιο συναρπαστικά κεφάλαια της μεγάλης Ιστορίας.

Η επίσκεψη του αμερικανού προέδρου στην Αβάνα δεν έχει την ιστορική σημασία των γεγονότων του Βερολίνου. Η πτώση του Τείχους συμβόλιζε τότε την επανένωση δύο κόσμων, ενώ η επίσκεψη Ομπάμα συμβολίζει την επαναπροσέγγιση του ενός κόσμου με τα τελευταία υπολείμματα του άλλου. Ακόμη κι έτσι, το ταξίδι στην Κούβα έχει ιστορικό ειδικό βάρος. «Αυτή τη φορά ο χαρακτηρισμός «ιστορική» για μια επίσκεψη έχει πράγματι νόημα» έγραψαν οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς». Και αυτή τη φορά, όμως, η μεγάλη Ιστορία χάνεται από το οπτικό μας πεδίο. Η εσωτερική επικαιρότητα πνίγει τα πάντα. Ο κόσμος μας έχει γίνει ξανά περίκλειστος.

Δεν είναι μόνο τα κλειστά σύνορα, οι εγκλωβισμένοι πρόσφυγες, η αβέβαιη συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας, η εκκρεμής αξιολόγηση ή οι νέοι φόροι που διαμορφώνουν την ατζέντα. Είναι και –πάλι –η τοξική αντίληψη ότι τα σκάνδαλα, η διαφθορά, οι λίστες των φοροφυγάδων δεν είναι υπόθεση των συντεταγμένων οργάνων του κράτους αλλά του πολιτικού διαλόγου. Είναι η δηλητηριώδης πεποίθηση ότι η Βουλή βρίσκεται εκεί για να υποκαταστήσει τις φορολογικές Αρχές ή τη Δικαιοσύνη με μια «βρώμικη» συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών. Και το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν παίρνουμε χαμπάρι έναν κόσμο που γίνεται καλύτερος. Είναι ότι κινούμαστε αντίθετα από τη σωστή φορά της Ιστορίας.