Χθες ήταν η παγκόσμια ημέρα της ευτυχίας. Ασορτί με την πρώτη μέρα της άνοιξης. Και προχθές βγήκε στη δημοσιότητα η έκθεση World Happiness Report με την Ελλάδα στην πρώτη θέση της λίστας των χωρών στις οποίες καταγράφηκε η μεγαλύτερη μείωση του δείκτη ευτυχίας τα τελευταία 10 χρόνια. Αναμενόμενο αλλά, από τα παραπάνω, μόνο η πρώτη μέρα της άνοιξης είναι κάτι το κοινώς αποδεκτό. Η ευτυχία και τα λογής ευτυχιόμετρα είναι κάτι τόσο αφηρημένο, προσωπικό και σχετικό ώστε το να τη γιορτάζεις σε παγκόσμιο επίπεδο μοιάζει λίγο με χαριτωμένη φρεναπάτη.

Ανεξαρτήτως παγκόσμιας ημέρας, αυτή τη σχετικότητα της ευτυχίας σκεφτόμουν τις προάλλες καθώς παρακολουθούσα τις «Τρεις αδελφές» του Τσέχοφ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου στο θέατρο Πορεία. Για την Ολγα, τη Μάσα και την Ιρίνα η ευτυχία έχει γενέθλια γη και τόπο μόνιμης διαμονής. Τη Μόσχα. Εκεί όπου ονειρεύονται να πάνε για να ξεκολλήσουν από την επαρχία. Από τους ατέλειωτους χειμώνες της. «Τον βαρέθηκα τον χειμώνα. Σχεδόν έχω ξεχάσει πώς είναι το καλοκαίρι (…) Τυχεροί εκείνοι που δεν νοιάζονται για το πέρασμα των εποχών. Νομίζω πως αν έμενα στη Μόσχα δεν θα ενδιέφερε αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι» λέει σε κάποιο σημείο η Μάσα. Για να της απαντήσει ο Βερσίνιν: «…Δεν θα δίνετε σημασία στη Μόσχα αν πάτε να ζήσετε εκεί. Δεν είμαστε και ούτε θα γίνουμε ποτέ ευτυχισμένοι. Μονάχα αποζητούμε την ευτυχία»… Με αυτή την έννοια, για να το φέρουμε στα καθ’ ημάς, πιθανότατα στην Ειδομένη να υπάρχουν ευτυχισμένοι άνθρωποι σε πείσμα των παγκόσμιων εορτασμών.