Η συλλογή διηγημάτων του Θανάση Βαλτινού «Επείγουσα ανάγκη ελέου» (Εστία) αφήνει μια παράξενη εντύπωση. Παρότι τα περισσότερα διηγήματα γράφτηκαν κατά καιρούς για περιοδικά ή εφημερίδες και θεματικά είναι πολύ ανόμοια, δίνουν τελικά μια αίσθηση συμπληρωματικότητας. Το καθένα χωριστά μοιάζει είτε με μικρότατο θραύσμα μιας πλατιάς σύνθεσης που τη μορφή της είναι αδύνατο να μαντέψεις είτε με διήγηση που υπαινίσσεται μια άλλη διήγηση. Oλα μαζί όμως σχηματίζουν ένα είδος πανοράματος.

Ο μιναδόρος που ακρωτηριάστηκε από το φουρνέλο του όταν αποξεχάστηκε θαυμάζοντας μια γυμνή λουόμενη ξένη (σκηνή με μυθολογικές αντανακλάσεις). Το τελευταίο γράμμα ενός ναυτικού που έμελλε να χαθεί μαζί με το πλοίο του. Ο πρώην ταγματασφαλίτης που στα σαράντα του έφυγε μετανάστης στην Αμερική και αντί για δύο χρόνια, όπως σχεδίαζε, έκανε είκοσι για να ξαναδεί τη γυναίκα και τα παιδιά του. Η ματαιωμένη απόπειρα δύο ελλήνων τουριστών να κάνουν σεξ στον νεκροθάλαμο της πυραμίδας του Χέοπα. Η αλαφροΐσκιωτη νέα που ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός και ο αιφνίδιος θάνατός της άφησε αναπάντητο το ερώτημα αν ήταν ψώνιο, όπως πίστευε ο δάσκαλός της και αφηγητής, ή ένα σπαρακτικό ταλέντο, όπως υπαινίσσεται μια ηχογραφημένη απαγγελία της. Ο πατέρας που η κορούλα του τον παρακαλεί να τη βοηθήσει να γράψει μια έκθεση για τη «μεγάλη μας γλώσσα» και, ενδίδοντας απρόθυμα (γιατί απεχθάνεται τέτοιες δασκαλίστικες μεγαλοστομίες), της διηγείται απλά πώς τον αναγνώρισε ως Eλληνα στο Βερολίνο ένας ελληνομαθής λεβαντίνος ρολογάς. Η Εβραία της Θεσσαλονίκης που, στην κηδεία του παλιού κοινοτάρχη της Σκοπέλου, ανακαλεί μέσα από παιδικές μνήμες της και διηγήσεις άλλων πώς ο εκλιπών έσωσε στην Κατοχή αυτή και τους δικούς της ερμηνεύοντας σωστά το επίτηδες ανορθόγραφο μήνυμα «Επείγουσα ανάγκη ελέου». Αυτές και άλλες προσωπικές μικροϊστορίες (σωστότερα: καταστάσεις) της συλλογής είναι κομμάτια μιας μεγάλης ιστορίας, της περιπέτειας ενός λαού, όχι όπως την καταγράφουν τα ιστορικά συγγράμματα και τα χρονικά, αλλά όπως εγγράφεται στο ασυνείδητο των ανθρώπων του.

Αυτό το επιτυγχάνει η εντελώς ιδιαίτερη γραφή του Βαλτινού, αστόλιστη, ουδέτερη, χωρίς ίχνος συναισθηματισμού ή σχολιασμού, μια γραφή αρχέγονης, θα τολμούσα να πω ομηρικής αντικειμενικότητας, σαν πέτρινη αναγραφή που αφήνει την αίσθηση ενός κενού πίσω από τις λέξεις, ενός κενού όμως γεμάτου αντηχήσεις. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε το μότο της συλλογής: «Το χάος που σκεπάζουν οι λέξεις». Αρκετοί συγγραφείς μας έχουν προσπαθήσει να μιμηθούν το ύφος του Βαλτινού, αλλά χωρίς να καταλαβαίνουν τη βαθύτερη λειτουργία του: τη σήμανση με τη γλώσσα αυτού που δεν μπορεί να ειπωθεί με τη γλώσσα.

Εκτός από το τόσο ξεχωριστό συγγραφικό έργο του ο Βαλτινός έχει και μια άλλη συνεισφορά στα ελληνικά γράμματα. Είναι από τους λίγους συγγραφείς μας που πασχίζουν για τη διάδοση της ελληνικής λογοτεχνίας (αντί μόνο της δικής τους) εδώ και έξω. Το έκανε πριν ως πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων. Το κάνει τώρα ως ακαδημαϊκός και πρόεδρος του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη: με δική του πρωτοβουλία λειτουργεί από το 2011 πρόγραμμα εκπαίδευσης νέων μεταφραστών ελληνικής λογοτεχνίας, υπό την αιγίδα της Ακαδημίας και με χρηματοδότηση από τα ιδρύματα Κώστα και Ελένης Ουράνη και Πέτρου Χάρη. Το πρόγραμμα δίνει κάθε χρόνο έως επτά υποτροφίες διάρκειας δέκα μηνών και περιλαμβάνει εντατικά μαθήματα νεοελληνικής, σεμινάρια θεωρίας της λογοτεχνίας και της μετάφρασης, μαθήματα ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας, εργαστήρια μετάφρασης, συναντήσεις με συγγραφείς κ.λπ. Μπορώ να βεβαιώσω από προσωπική εμπειρία ότι το επίπεδο τόσο των υποτρόφων όσο και της διδασκαλίας είναι εντυπωσιακά υψηλό. Για την οργανωτικά εγκαταλειμμένη εκπροσώπηση της λογοτεχνίας μας στο εξωτερικό αυτό το πρόγραμμα είναι μια νησίδα ελπιδοφόρας δράσης.