Με τη χώρα σε κατάσταση που με παραπέμπει συνειρμικά σε εκπτώσεις της δεκαετίας του 1960 και 1970, τότε που οι βιτρίνες στα υφασματάδικα έγραφαν «Ρετάλια σε τιμή ευκαιρίας», τριγυρνάω σε αυτήν την πόλη αναζητώντας υποσυνείδητα χειρολαβές παρηγοριάς, νησίδες στοιχειώδους αστικού πολιτισμού και αισθητικής. Εκείνη η ημέρα δεν άρχισε όμορφα. Σε κεντρικό δρόμο κεντρικής συνοικίας, ένα καφέ γνωστής αλυσίδας από το οποίο προμηθευόμουν και προϊόντα για το σπίτι είχε κλείσει. Προσθέτοντας ένα ακόμη κενό στην οδό που μοιάζει όλο και περισσότερο με ξεδοντιασμένη οδοντοστοιχία.

Αργότερα μίλησα με έναν φίλο μου μουσικό που συμμετέχει στην παράσταση «Σμύρνη μου αγαπημένη». Είχε πάει με ταξί στη δουλειά του και όταν ο οδηγός τον άφησε μπροστά στο θέατρο αρνήθηκε να πάρει το αντίτιμο της κούρσας. «Κάθε βράδυ εδώ κάνω πιάτσα. Αρκετά χρήματα έχω βγάλει από εσάς». Αισιόδοξη για το γεγονός ότι υπάρχουν ταξιτζήδες που έχουν δραπετεύσει από τον λαϊκισμό των διαφόρων «ράδιο Καράκας» που εξακολουθούν να σκίζουν Μνημόνια, πήρα κι εγώ ταξί για να πάω κάπου στην 3η Σεπτεμβρίου. «Στο θέατρο Πορεία;» με ρώτησε. Και όταν απόρησα πώς ξέρει ένα θέατρο σε μία μικρή πάροδο, απάντησε: «Κάθε βράδυ κάνω πιάτσα εκεί. Πολύς κόσμος στη «Χίμαιρα». Πήρα κι εγώ ένα βράδυ την κυρά και πήγαμε. Πλήρωσα κανονικά εισιτήριο. Το φχαριστηθήκαμε». Επιστρέφοντας όμως στο σπίτι, είδα σε ένα σουβλατζίδικο της Πανόρμου, ως διαφήμιση, τεράστιες φωτογραφίες των Ωνάση, Αϊνστάιν, Μονρόε, Τσάπλιν να κρατάνε υπερμεγέθη πιτόγυρα. Και νομίζω ότι βρήκα το ισότοπο της κυβερνητικής αισθητικής στον μέσο έλληνα σουβλατζή.