Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε δίκιο. Κανένας δεν θα θυμόταν το Μακεδονικό σε δέκα χρόνια –αν είχε λυθεί όμως. Αν, δηλαδή, ο Νίκος Μουζάλας δεν έλεγε προχθές σκέτο «Μακεδονία», αλλά Βόρεια, Πάνω, Πέρα ή του Βαρδάρη χωρίς να ανοίξει μύτη. Το πακέτο Πινέιρο πετάχτηκε τότε στα σκουπίδια, συμφωνία δεν υπήρξε, και κάτι που ξεκίνησε ως εθνικιστικός παροξυσμός μετατράπηκε σε εθνική πολιτική: δεν ήταν οι εθνικιστές που επέβαλαν το εμπάργκο στην ΠΓΔΜ τον Φεβρουάριο του 1994, αλλά η κυβέρνηση Παπανδρέου. Ούτε ήταν οι εθνικιστές που έκλειναν τα σχολεία για να συμμετάσχουν οι μαθητές στα συλλαλητήρια. Ηταν το ελληνικό κράτος.

Η ιστορία του Μακεδονικού θα είχε γραφτεί πιθανότατα διαφορετικά εάν η Ελλάδα δεν πολιτευόταν σαν υστερική γειτόνισσα αλλά με την αυτοπεποίθηση αυτού που ήταν: η μοναδική δημοκρατία των Βαλκανίων. Δεν το έκανε τότε. Και δεν το έκανε για λόγους που είναι παρόντες ακόμη και σήμερα. Τι συνέβη στην υπόθεση Μουζάλα; Ο εθνικιστικός παροξυσμός της ακροδεξιάς συνιστώσας της κυβέρνησης παρέσυρε σχεδόν ολόκληρο το πολιτικό σύστημα σε μια πλειοδοσία δηλώσεων. Θα ήταν απλώς αστείο. Αλλά η σημερινή Σύνοδος Κορυφής για το Προσφυγικό δίνει στην υπόθεση μια κωμικοτραγική διάσταση. Πώς πας σε μια σύνοδο που σε καίει με παραιτημένο τον βασικό σου υπουργό επειδή είπε την απαγορευμένη λέξη;

Ο υπουργός Αμυνας των περιπολιών του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο και των τούρκων παρατηρητών στα νησιά του άρπαξε την ευκαιρία για να πάρει λίγο από το εθνικιστικό του αίμα πίσω. Ο πρόεδρος της ΝΔ μπήκε στο κάδρο των Μακεδονομάχων γιατί θέλει το γήπεδο στα δεξιά του. Και η αρχηγός του ΠΑΣΟΚ έδειξε ακόμη μια φορά πώς φαντάζεται το κόμμα του μέλλοντός της. Παλαιοπροεδρικό, αντιδεξιό, πατριωτικό. Αν ανέδειξε κάτι η απαγορευμένη λέξη είναι ακριβώς αυτό: τους στενούς ορίζοντες του πολιτικού συστήματος.