Η τελευταία μεγάλη τραγωδία που σημαδεύτηκε από τη λάσπη ήταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Εκατό χρόνια από τότε η λάσπη έγινε και πάλι η βασική ύλη μιας τραγωδίας –πολύ μικρότερης ασφαλώς, αλλά πάντως τραγωδίας. Στις λάσπες της Ειδομένης δεν βούλιαξαν οπλές αλόγων, ρόδες κανονιών και στρατιωτικές αρβύλες. Βούλιαξαν, όμως, χιλιάδες πρόσφυγες ενός άλλου πολέμου. Βούλιαξε το λευκό πιάνο του Αϊ Ουέιουεϊ. Και βούλιαξε και μια πολιτική που προβλήθηκε ως ανθρωπιστική, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένα περίεργο μείγμα αφέλειας και κυνισμού.

Η προσφυγική κρίση ήταν για την κυβέρνηση κάτι σαν διπλή ευκαιρία. Πρώτον, επειδή ιδεολογικά ήταν συμβατή με τις αρχές του ανθρωπισμού. Και δεύτερον, επειδή θα μπορούσε να μετατραπεί σε πολιτικό εργαλείο διαπραγμάτευσης. Με άλλα λόγια, ο πόνος των προσφύγων ήταν πολιτικά εκμεταλλεύσιμος. Επέτρεπε στην κυβέρνηση να συνεχίσει να παραδίδει μαθήματα αλληλεγγύης στην υπόλοιπη Ευρώπη –να πιάσει το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει το περασμένο καλοκαίρι όταν ζητούσε την αλληλεγγύη των εταίρων της για να αντιμετωπίσει την υποτιθέμενη δική της ανθρωπιστική κρίση –και παράλληλα να συνδέσει το Προσφυγικό με το χρέος.

Η κυβέρνηση είχε έναν ισχυρό σύμμαχο στην προσπάθειά της να παίξει το χαρτί της χώρας διέλευσης. Ηταν ο ανθρωπισμός της Ανγκελα Μέρκελ. Βρήκε, όμως, όλους τους άλλους απέναντί της –από τους βαλκάνιους φίλους της Βιέννης έως τους καραμπινιέρους του Ρέντσι. Αν το αποτέλεσμα το περασμένο καλοκαίρι ήταν το Μνημόνιο 3.0, αυτό το καλοκαίρι είναι τα κλειστά σύνορα. Η κυβέρνηση, πάντως, δεν μοιάζει ακριβώς με τους εξουθενωμένους πρόσφυγες της Ειδομένης για τους οποίους ούτως ή άλλως δείχνει να αδιαφορεί. Περισσότερο θυμίζει στρατηγό του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κάποιον που παρακολουθεί από την ασφάλεια του αρχηγείου του να βουλιάζουν στις λάσπες στρατιώτες και άμαχοι.