Σύμφωνα με την ψευδοπατριωτική, βολική κι επομένως επίσημη θέση, η Ελλάδα προσφέρει μαθήματα αλληλεγγύης στον υπόλοιπο κόσμο. Στην πραγματικότητα, όμως, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η Ελλάδα είναι αυτή που παίρνει ένα πολύτιμο μάθημα αλληλεγγύης. Το παίρνει στις λασπωμένες σκηνές και τις πλατείες. Και είναι ένα μάθημα που για άλλη μία φορά παίρνει από τον ίδιο της τον εαυτό. Καταβάλλοντας –όπως συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις αυτοσυνειδησίας –ένα σχετικά υψηλό τίμημα. Γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις τα μαθήματα σπανίως είναι δωρεάν.

Η πεποίθηση έως τώρα –από την κοινή γνώμη έως το πολιτικό σύστημα –ήταν ότι η αλληλεγγύη είναι κάτι άυλο και ευγενές που μαρτυρά μεγαλείο ψυχής. Αρκούσε να την επικαλεστεί κάποιος για να εκτοξευθεί στο πάνθεον του ουμανισμού και να ξεχωρίσει από τη μάζα των ανάλγητων. Εως τώρα, δηλαδή, η αλληλεγγύη ήταν απλώς μια αφηρημένη έννοια. Ενας ανώδυνος βολονταρισμός και –πολιτικά –μια ανέξοδη μέθοδος αυτοπροβολής. Η προσφυγική κρίση, όμως, δημιούργησε ένα πρακτικό πεδίο εφαρμογής. Γιατί, όπως αποδεικνύεται από τη φρίκη της Ειδομένης, αλληλεγγύη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς οργάνωση, σχέδιο και –κυρίως –χρήμα. Αλλιώς δεν είναι μόνο κενή περιεχομένου. Μοιάζει και με βασανιστήριο εξαθλίωσης.

Είναι ένα αργό βασανιστήριο στο οποίο υπέβαλε η κυβέρνηση όλους αυτούς τους πρόσφυγες που βρίσκονται σήμερα εδώ επειδή δεν είχε το διοικητικό υπόβαθρο και την οργανωτική επάρκεια για να κατασκευάσει, όπως είχε δεσμευθεί, τις υποδομές φιλοξενίας 50.000 ανθρώπων. Ο τρόπος που πήρε το μάθημα είναι σκληρός. Αλλά η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση ζήτησε την αλληλεγγύη των εταίρων της σε ζεστό χρήμα. Και η αλληλεγγύη που προσφέρει είναι σε ήλιο, βροχή, λάσπη και δύο τουαλέτες για χίλιους ανθρώπους. Είναι μια αλληλεγγύη που εύχεται κανείς να μην του τύχει.