Για εμάς, τους επαγγελματίες της γραφής, το κόλπο είναι γνωστό και παλιό. Oταν δεν μας βγαίνουν οι λέξεις σε ένα κείμενο, όταν θέλουμε να το «ξεχειλώσουμε» επειδή αίφνης πρέπει να καλύψουμε περισσότερο χώρο στη σελίδα αλλά έχουμε ολοκληρώσει το θέμα μας, το παραγεμίζουμε με παροιμίες και γνωμικά. Που δεν αλλοιώνουν το κείμενο, αφού λένε πολλά χωρίς στην ουσία να λένε τίποτα. Αναδεικνύουν απλώς αμηχανία του γράφοντος. Στον προφορικό λόγο, πάλι, έχω παρατηρήσει ότι οι άνθρωποι, γενικώς, καταφεύγουν στη «λαϊκή σοφία» όταν δεν έχουν να πουν κάτι δικό τους. Από άγνοια ή από βαρεμάρα. Γι’ αυτό και συνήθως το κάνουν οι πολύ νέοι ή οι πολύ «γέροι», ανεξαρτήτως ηλικίας. Ετσι, σε συνδυασμό με το ότι η λαϊκή σοφία τίθεται μάλλον υπό αμφισβήτηση, αφού ούτε ο λαός είναι ο ίδιος ούτε η σοφία ερμηνεύεται με τον ίδιο τρόπο, η ένταξη παροιμιών σε έναν λόγο τού προσδίδει, κατά τη γνώμη μου, συντηρητισμό. Οταν μάλιστα η παροιμία χρησιμοποιείται ως επιχείρημα, και αναξιοπιστία.

Τον τελευταίο καιρό, οι παροιμίες γίνονται περισσότερο συχνά απ’ όσο μας αξίζει το μπαλάκι στο πινγκ – πονγκ μεταξύ κυβερνώντων και αντιπολιτευομένων. Κυρίως στον επιμερισμό ευθυνών μεταξύ νυν και πρώην όπου τα στοιχεία και οι αριθμοί αντικαθίστανται πολύ συχνά, ένθεν κακείθεν, από το «Στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί». Σε μεγάλες εντάσεις, δε, επισείεται και το κομψότατο «Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα». Allure δημογέροντα από ανθρώπους που, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, υποσχέθηκαν να φέρουν έναν αέρα ανανέωσης στην πολιτική σκηνή.