Από την τελευταία πιο βαρετή Σύνοδο Κορυφής στην ιστορία της ΕΕ έχει περάσει κάτι περισσότερο από μια πολιτική αιωνιότητα. Από την τελευταία πιο κρίσιμη, μόλις μερικές ώρες. Η διαφορά δεν βρίσκεται μόνο στη σημασία και στον χρόνο. Από τις συνόδους της αθωότητας η ενωμένη Ευρώπη έβγαινε καλύτερη –πιο ενισχυμένη και με ένα αίσθημα αυτοπεποίθησης που διαχεόταν στις κοινωνίες της. Από τις συνόδους της κρίσης –πρώτα της οικονομικής και τώρα της προσφυγικής –βγαίνει συνήθως χειρότερη: με μερεμέτια στο οικοδόμημά της και ψυχολογικά κουρέλι.

Αυτό συνέβη περίπου και στη χθεσινή σύνοδο. Οι απαιτήσεις της Τουρκίας του Ερντογάν, δηλαδή ενός κράτους που θέτει υπό την κηδεμονία του τις εφημερίδες της αντιπολίτευσης με δικαστικές αποφάσεις και δακρυγόνα, είναι ένα τραύμα για την ΕΕ. Η χρονική σύμπτωση είναι ανατριχιαστική: η Αγκυρα απαίτησε να ανοίξουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις την ίδια ημέρα που οι εντεταλμένοι δημοσιογράφοι της τουρκικής κυβέρνησης εξέδιδαν το πρώτο φιλοκυβερνητικό φύλλο της «Ζαμάν». Τραύμα, όμως, είναι και η συζήτηση για την τύχη της βαλκανικής οδού. Η πληγή εδώ ανοίγει στο ίδιο το σύστημα αξιών της ΕΕ. Και είναι ακόμη μία μετά την ανοχή απέναντι στις ανελεύθερες δημοκρατίες της Ουγγαρίας και της Πολωνίας.

Η ΕΕ είχε τέτοια ισχύ που δεν θα μπορούσε να την τραυματίσει κανένας διπλωματικός μαξιμαλισμός καμιάς Τουρκίας εάν προηγουμένως δεν τραυμάτιζε η ίδια τον εαυτό της. Το έκανε με έναν αυτοχειριαστικό τρόπο στην αμέσως προηγούμενη κρίσιμη σύνοδο, όταν η κοινή απόφαση που ελήφθη από τους 28 αμέσως μετά αγνοήθηκε από την Αυστρία. Δεν είναι, πάντως, το τέλος της εποχής της αθωότητας που φέρνει την Ευρώπη στη θέση του πολυτραυματία. Γιατί αυτό που τη σακατεύει στην πραγματικότητα είναι η αφύπνιση των παλιών της δαιμόνων.