Στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 το λέγαμε, ειρωνικά, «back to the roots». Τότε όμως η εξωστρέφειά μας έτρεχε με επιταχυντή την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, ο κοσμοπολιτισμός ήταν κουλτούρα και όχι σουσουδίστικη καρικατούρα και η επιστροφή στις ρίζες παρέπεμπε σε αδιέξοδο –όχι σε απόδραση ή καταφυγή. Σε απλά ελληνικά, τότε δεν φορούσαμε «Μάρτη». Οταν «πλουτύναμε» άνω του ορίου αντοχής, διαισθανόμενοι το κίβδηλο της ευμάρειάς μας, επιστρέψαμε στην εσωστρέφεια αφού την πασπαλίσαμε ολούθε με χρυσόσκονη. Το κομποσκοίνι και το φυλακτό στολίστηκαν με μπριγιάν και ο «Μάρτης» έγινε κόσμημα πολυτελείας.

Κι ύστερα ήρθαν οι μέλισσες της κρίσης και των Μνημονίων. Και έκαναν την ανάγκη φιλοτιμία. Και ανήγαγαν τον τενεκέ του λαδιού, τη σακούλα του μπακάλικου και το ταγάρι σε ντιζάιν που μετουσιώθηκε σε «φτηνά πλην τίμια» αξεσουάρ. Είναι η ίδια λογική που κάνει μια βέρα Αθηναία να επαίρεται: «Να σου κάνω εγώ κάτι χοχλιούς μπουμπουριστούς να γλείφεις τα δάχτυλά σου». Ετσι, προχθές πρωτομηνιά, το οπτικό μου πεδίο (φυσικό και ηλεκτρονικό) γέμισε από ασπροκόκκινα βραχιολάκια. Να μη μας κάψει, λέει, ο Μάρτης τώρα που μας έχει κάνει κάρβουνο η πραγματικότητα. Βραχιολάκια με φουντίτσες, με χάντρες, με λιλιά γιατί η φτώχεια θέλει ανάμνηση που θα κατασταλάξει σε νοσταλγία για να προσφέρει άλλοθι στιγμιαίας καλοπέρασης. Σε μια εποχή που μαζί με τις ιδεολογίες χάθηκε και η μακροπρόθεσμη όραση του κόσμου, αυτές οι μικρές τελετουργίες είναι, σίγουρα, παρηγορητικές. Η παρηγοριά όμως ανακουφίζει, δεν θεραπεύει. Ασε που μπορεί να συνηθίσεις και το πρόβλημα.