«Πού βρίσκεται σήμερα το ρεπορτάζ;». Το ερώτημα θα διατυπωνόταν άλλοτε σε κάποιο συνέδριο για το μέλλον της δημοσιογραφίας. Σήμερα θα στοιχημάτιζε κανείς ότι χρησιμοποιήθηκε ως ρητορικό σχήμα από κάποιο μέλος της κυβέρνησης. Και θα κέρδιζε το στοίχημα: αυτός που αγωνιούσε από κάποια εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης για την τύχη του ρεπορτάζ ήταν ένας υπουργός. Αλλά δεν ήταν ο πρώτος που παρέδιδε μαθήματα δημοσιογραφικής δεοντολογίας για να εξηγήσει ότι η δημοσιογραφία θα γίνει καλύτερη αν ένας συνάδελφός του μοιράζει τηλεοπτικές άδειες ή κρατική διαφήμιση σε ενημερωτικές ιστοσελίδες. Ενας άλλος υπουργός είχε πει ότι τα κανάλια δεν μπορούν να είναι εναντίον της κυβέρνησης επειδή οι συχνότητες είναι δημόσιες. Και ο πρόεδρος της Βουλής είχε εκφράσει την ενόχλησή του για τον τρόπο με τον οποίο καλύπτεται η κυβερνητική δραστηριότητα.

Πίσω από κάθε κανάλι, κάθε εφημερίδα, κάθε ιστοσελίδα η κυβέρνηση βλέπει έναν πολίτη Κέιν. Εναν πανίσχυρο μεγιστάνα που υποτίθεται ότι έχει τη δύναμη να χειραγωγεί την κοινή γνώμη, να διαμορφώνει την πολιτική ατζέντα, να ανεβάζει και να κατεβάζει κυβερνήσεις. Δεν είναι η πρώτη που το πιστεύει. Η θεωρία φορέθηκε πολύ στη μεταπολεμική Ελλάδα. Και ήταν βολική. Γιατί το πρόβλημα έπαυε να είναι οι επιδόσεις μιας κυβέρνησης και μεταφερόταν στη στάση των μέσων ενημέρωσης απέναντί της. Πολλές κυβερνήσεις έπεσαν με την πλάνη ότι θα είχαν διατηρηθεί στην εξουσία αν τα μέσα λειτουργούσαν εσαεί ως φιλικοί μηχανισμοί κυβερνητικής προπαγάνδας. Ως ιδιωτικές εκδοχές της κρατικής τηλεόρασης ή των κομματικών εφημερίδων.

Είναι μια αντίληψη που συμπυκνώθηκε με ανατριχιαστικό τρόπο σε μια φράση από το υπουργικό εξώδικο: «Η στήλη δεσμεύεται στο εξής να επιτελεί πιο προσεκτικά το καθήκον της». Αλλά εδώ δεν αναρωτιέσαι πού είναι το ρεπορτάζ. Αναρωτιέσαι πού είναι η ελευθερία του Τύπου. Και νοσταλγείς την εποχή του πολίτη Κέιν.