Η πρώτη μου δουλειά ήταν στο γραφείο του Αλέκου Πατσιφά, ενός ανθρώπου που διαμόρφωσε τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό και ως εκδότης (συνιδρυτής του Ικαρου) και ως ιδιοκτήτης δισκογραφικής εταιρείας (Lyra). Φίλος του και δικηγόρος του ήταν ο Σάκης Πεπονής (τότε υπουργός Βιομηχανίας και Ανάπτυξης στην πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ), στο πολιτικό γραφείο του οποίου με έστελνε συχνά για διάφορες δουλειές. Πιτσιρίκα εγώ τότε, ρουφούσα σαν σφουγγάρι ό,τι άκουγα (και ό,τι κρυφάκουγα) από τους σημαντικούς ανθρώπους που η τύχη τα έφερε να έχω καθημερινή επαφή. Ετσι θυμάμαι μια συνομιλία του Πεπονή με έναν θερμοκέφαλο. «Πάντως δεν έχουμε δημοκρατία, υπουργέ μου», φώναζε, «γιατί αν βγω στο Σύνταγμα και βρίζω τους υπουργούς της προηγούμενης κυβέρνησης και τον Καραμανλή (σ.σ.: τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας), μπορεί να με συλλάβουν». Αστραψε και βρόντηξε ο υπουργός μόλις τον άκουσε. «Μα γι’ αυτό ακριβώς έχουμε δημοκρατία, ανόητε. Γιατί θα σε συλλάβουν αν βρίζεις τους πρώην υπουργούς και τον Πρόεδρο».

Λιγότερα από τριάντα τρία χρόνια έχουν μεσολαβήσει από εκείνη τη συνομιλία. Και κάμποσοι αιώνες πολιτισμού. Οχι μόνο πολιτικού. Η οικονομική κρίση ήταν, μεταξύ άλλων, και ο κουβάς που ανέσυρε από τα βάθη του πηγαδιού χαρακτήρες και ρόλους οι οποίοι θεωρούσαμε ότι ανήκαν στην ανθρωπογεωγραφία περασμένων εποχών. Ας προσέχαμε. Ο γραφικός τύπος που πριν από λίγα χρόνια γινόταν είδηση επειδή, ντυμένος λαμπατέρ, έβριζε στην τηλεόραση τα μέλη μιας κριτικής επιτροπής, είναι πλέον καθεστώς στα social media με πλήθος οπαδών και αντιγραφέων. Αλλά και ο χαφιές δεν φοράει πια γκαμπαρντίνα και μαύρα γυαλιά. Δεν έχει άλλωστε κανένα λόγο να κρύβεται αφού ο χαφιεδισμός έχει αναχθεί σε ρητορική, επιχείρημα και απονομή μιας αφηρημένης και αυθαίρετης δικαιοσύνης.

Ακόμη και η μέχρι πρότινος γελαστική ατάκα «αγαπούλα, την κουκούλα» είναι ξεπερασμένη. Ποια κουκούλα; Χαφιεδίζεις, στοχεύεις, πυροβολείς με την υπογραφή σου, στο όνομα μιας ιδιότυπης, εύθραυστης, υστερικής και εκδικητικής δημοκρατίας. Καμία σχέση με τη δημοκρατία του Σάκη Πεπονή. Εκείνες τις εποχές, με νωπές ακόμη τις μνήμες της χούντας, ο χαφιεδισμός ήταν ντροπή, βρισιά, κατάντια. Σήμερα είναι δημοψήφισμα στο Διαδίκτυο. «Ψηφίστε ποια από τα κανάλια θέλετε να κλείσουν». Το κυνήγι των μαγισσών άρχισε και εσύ θα χάσεις την ευκαιρία να νιώσεις, με το πάτημα ενός κουμπιού, «θεός» για ένα δευτερόλεπτο; «Μαζέψτε υπογραφές για να διώξουν την τάδε παρουσιάστρια από το τάδε κανάλι». Διότι πένθησε λιγότερο απ’ όσο έπρεπε τον Παντελίδη. «Μαζέψτε υπογραφές για να κόψουν την άλλη εκπομπή από το άλλο κανάλι». Διότι πένθησε περισσότερο απ’ όσο έπρεπε τον Παντελίδη. Κι εγώ για χρόνια νόμιζα ότι η ταινία «Νόμος 4000» ήταν ακατάλληλη για τη σκηνή όπου ο μικροαστός καθηγητής που υποδυόταν ο Βασίλης Διαμαντόπουλος μάζευε υπογραφές για να διώξουν από την πολυκατοικία την «εκδιδόμενη» Κατερίνα Χέλμη. Την έβρισκα σκληρή και αποπνικτική. Σε άλλα νέα, ο Γιάνης Βαρουφάκης δηλώνει υπερήφανος που ηχογραφούσε τις συνομιλίες στα Eurogroup.

Σε πολλές περιπτώσεις όμως ακόμη και ο ανθρωπισμός θέλει λίπασμα μίσους και χαφιεδισμού για να ανθίσει. Διάβαζα αποσπάσματα από κείμενο ατόμου που βρίσκεται, με ακτιβιστική οργάνωση, στη Λέσβο και αναρωτιόμουν αν είναι η αγάπη για τον διπλανό του ή το μένος για τον απέναντι που τον υποκινεί. Το παραμύθι με τον καλό Ελληνα και τον κακό Ευρωπαίο είναι βολικό, αλλά πάλιωσε. Αν για να νιώσεις εσύ καλός πρέπει να καταγγείλεις τον άλλον ως «μισάνθρωπο εξουσιαστή, θλιβερό δέσμιο της σάπιας του ψυχής και των συμπλεγμάτων του», να τον απειλήσεις λέγοντάς του ότι θα τον θάψεις βαθιά στο σκοτάδι της Ιστορίας, να ψάξεις να το βρεις το αβγό του φιδιού στο ψυγείο σου, πίσω από τις μπίρες.

Ο χαφιεδισμός και τα μπινελίκια δεν αναβαπτίζονται σε ακτιβισμό σε καμία περίπτωση. Θα είναι πάντα ντροπή και κατάντια. Και αυτοτιμωρία. Οπως το τραγουδάει ο Σαββόπουλος: «…Είναι η τρύπια στέγη μιας παράγκας / είναι η γόπα που μάζεψε ένας μάγκας / κι ο χαφιές που μας ακολουθεί».