Αλλοτε θα ήταν ακόμη ένα καλοκαίρι με τη Μόνικα. Με τον ήλιο που, όπως διαβεβαίωσε ο Αλέξης Τσίπρας τους αγρότες, δεν θα μας τον πάρουν. Με τη θάλασσα, τις ερημικές παραλίες, την απογευματινή αύρα, τη γυμνή επαφή με τη φύση, την αίσθηση της απόδρασης. Πιθανότατα, όμως, αυτό θα είναι ένα πολύ σκληρό καλοκαίρι. Ας γυρίσουμε τους δείκτες του ρολογιού μερικούς μήνες μπροστά. Η Βρετανία μπορεί να μην ανήκει πια στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Αυστρία να έχει εδραιώσει με δορυφόρους τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων αυτό που κάποιος αναλυτής περιέγραψε στη γερμανική «Βελτ» ως αναγέννηση της Μοναρχίας του Δούναβη. Και η Γερμανία να έχει μείνει ορφανή από την Ανγκελα Μέρκελ, την «απαραίτητη καγκελάριο» που σήκωσε το ηθικό φορτίο της υποδοχής των προσφύγων.

Και η Ελλάδα; Εδώ οι δείκτες του ρολογιού βρίσκονται ήδη μπροστά. Η χώρα ζει ήδη το καλοκαίρι της. Το ζει απομονωμένη γεωγραφικά και με χιλιάδες απελπισμένους ανθρώπους στην επικράτειά της. Το ζει με το φάντασμα της οικονομικής ασφυξίας να πλανάται και πάλι πάνω της σε μια επανάληψη του περυσινού καλοκαιριού, χωρίς όμως την ηρωική διάσταση που είχε δώσει πέρυσι η χρυσόσκονη της διαπραγμάτευσης. Η κυβέρνηση αυτό το καλοκαίρι δεν αισθάνεται ηρωική και ισχυρή αλλά απελπισμένη και κουρασμένη. Δεν κυβερνά με την κοινή γνώμη στο πλευρό της αλλά με την κοινωνία απέναντί της. Δεν γοητεύει πια, εισπράττει οργή και χλεύη. Βλέπει γύρω της μόνο εχθρούς και όταν δεν τους βλέπει, τους κατασκευάζει. Και η μόνη υπόσχεση που μπορεί να δώσει πλέον –και πάλι στους θυμωμένους αγρότες –είναι ότι εκτός από τον ήλιο δεν θα μας πάρουν ούτε το τσίπουρο.

Αυτό είναι το τίμημα. Το «Καλοκαίρι με τη Μόνικα», εξάλλου, δεν είναι μια ταινία για το ιδανικό καλοκαίρι. Αλλά για το τέλος των ψευδαισθήσεων.