Ο Στίβεν Κόλμπερτ πέταξε την ιδέα από τη σατιρική εκπομπή που διατηρεί στην αμερικανική τηλεόραση: «Μήπως θα πρέπει να σταματήσουμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας και να προετοιμαστούμε για το πιθανό ενδεχόμενο να δούμε πρόεδρο τον Ντόναλντ Τραμπ;». Η ψυχολογική προετοιμασία που προτείνει ο Κόλμπερτ στους συμπατριώτες του έγκειται ουσιαστικά στη μετάβαση από το στάδιο της άρνησης σε εκείνο της αποδοχής. Στο πέταγμα από τη σφαίρα του αδιανόητου σε εκείνη των πιθανοτήτων –μικρών ή μεγάλων ελάχιστη σημασία έχει. Σε αυτές τις περιπτώσεις, άνθρωποι σαν τον Κόλμπερτ είναι κάτι παραπάνω από χρήσιμοι: τίποτε δεν κάνει ψυχολογικά διαχειρίσιμο έναν πολιτικό εφιάλτη όσο η σάτιρα.

Εδώ δεν υπάρχει Στίβεν Κόλμπερτ αλλά Λάκης Λαζόπουλος. Η σάτιρα επομένως δεν λειτουργεί ως κωμικός προάγγελος των συμφορών μας. Αλλά ως όπλο προπαγάνδας και μηχανισμός λοιδορίας. Η ελληνική κοινή γνώμη δεν είχε κάποιον να της κλείσει το μάτι και να της πει ότι πρέπει να προετοιμαστεί ψυχολογικά για το ενδεχόμενο να δει μια κυβέρνηση ριζοσπαστικής Αριστεράς – εθνικιστικής Δεξιάς κι έπειτα κάποιον υπουργό να δηλώνει στην αγάπη του ότι έκλεισε τις τράπεζες, κάποιον άλλον να διαβεβαιώνει ότι θα βρέξει λεφτά από τη Ρωσία και την Κίνα και μια τρίτη να ορκίζεται ότι οι μετανάστες πρώτα λιάζονται και μετά εξαφανίζονται.

Η δουλειά της σάτιρας είναι να διογκώνει το παράδοξο για να μη φανεί ποτέ στα μάτια μας φυσιολογικό. Ο Κόλμπερτ στην εκπομπή του έκανε τη δουλειά με μια ευφυή σύγκριση. «Προσωπικά», είπε, «πιστεύω ότι ο Τραμπ είναι ένας ταπεινός άνθρωπος. Και μοιάζει πολύ στον Λίνκολν: είμαι σίγουρος ότι εάν εκλεγεί, οι μισοί Αμερικανοί θα ψηφίσουν υπέρ της απόσχισής τους από τις Ηνωμένες Πολιτείες». Δεν θα ‘θελε να ξέρει κανείς πόσοι θα έκαναν το ίδιο αν ζούσαν σε μια χώρα με κλειστά σύνορα και κομμένη στα δύο.