Εχοντας φτάσει σχεδόν στο 50% του συνόλου των χορηγήσεων, τα κόκκινα δάνεια είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα των τραπεζών αλλά και της οικονομίας γενικότερα. Αυτό είναι γνωστό και όλοι οι εμπλεκόμενοι γνωρίζουν πως, αν δεν υπάρξει κάποια βιώσιμη λύση, δεν πρόκειται να μιλάμε για ρεαλιστική ανάκαμψη της οικονομίας.

Κινείται όμως κάτι ουσιαστικά προς αυτή την κατεύθυνση ή –ως συνήθως –έχουμε για ακόμη μια φορά μείνει στις συζητήσεις;

Ηδη η Τράπεζα της Ελλάδος έχει στείλει ένα πλήρες ερωτηματολόγιο στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ζητώντας τους να ξεκαθαρίσουν την ήρα από το σιτάρι. Ή, με άλλα λόγια, να υποδείξουν πόσα και ποια από τα δάνεια είναι ανακτήσιμα σε βάθος τριετίας και με ποιες προϋποθέσεις.

Εφόσον η διαδικασία αυτή ολοκληρωθεί, θα είναι και πολύ πιο εύκολο να αποφασιστεί σε ποιες περιπτώσεις θα γίνει διαπραγμάτευση με τους δανειολήπτες και πότε τα δάνεια θα πωληθούν απευθείας σε funds.

Η όλη διαδικασία αναμένεται να τελειώσει μέχρι τα μέσα του Απριλίου, με τις τράπεζες να επιστρέφουν συμπληρωμένα τα ερωτηματολόγια στην ΤτΕ.

Την ίδια στιγμή όμως τα πράγματα περιπλέκονται, μιας και ακόμη δεν έχει ξεκαθαρίσει τι θα γίνει με τους πλειστηριασμούς. Ακόμη δηλαδή δεν είναι γνωστό ποιες κατηγορίες δανείων θα εξαιρεθούν εν τέλει από την απελευθέρωση των πλειστηριασμών, αλλά και ποιοι συγκεκριμένοι όροι θα υπάρξουν για τα ακίνητα –και λοιπά περιουσιακά στοιχεία –που θα βγουν στο σφυρί.

Μέσα σε αυτό το δαιδαλώδες περιβάλλον οι εμπορικές τράπεζες αλλά και η Τράπεζα της Ελλάδος προσπαθούν να ψαλιδίσουν τις επισφάλειες, φέρνοντάς τες κοντά στα ευρωπαϊκά επίπεδα. Αυτό σημαίνει ότι μέσα στην επόμενη τριετία τα κόκκινα δάνεια θα πρέπει να πέσουν κοντά στο 10% του συνόλου, δηλαδή όσο περίπου είναι μεσοσταθμικά στην ευρωζώνη.

Ο στόχος φαντάζει αρχικά ακατόρθωτος, η επίτευξή του όμως κρίνεται επιτακτική και αναγκαία. Αλλιώς, είναι μαθηματικά βέβαιο πως οι τράπεζες θα μπουν σε νέες περιπέτειες.