Η συμφωνία ανάμεσα στη Βρετανία και στους εταίρους της στην ΕΕ είναι μια ιστορία διαπραγμάτευσης. Κι επειδή η λέξη μπήκε στο ελληνικό πολιτικό λεξιλόγιο πριν από έξι χρόνια για να μείνει, η ιστορία είναι και διδακτική. Αυτήν την εξαετία, η «σωστή διαπραγμάτευση» που δεν έκαναν οι προηγούμενοι και υποτίθεται ότι θα έκαναν οι επόμενοι απέκτησε τεράστια πολιτική δυναμική. Γιατί τότε απέτυχε η Αθήνα εκεί όπου πέτυχε το Λονδίνο; Τι έκανε καλά ο Κάμερον που δεν έκανε ο Τσίπρας; Γιατί ο βρετανός πρωθυπουργός πήρε σχεδόν ό,τι ήθελε για να μείνει στην ΕΕ, ενώ ο έλληνας ομόλογός του για να μείνει στην ευρωζώνη έδωσε ό,τι ήθελαν οι άλλοι;

Οι λόγοι είναι ασφαλώς πολλοί και κάποιοι από αυτούς είναι προφανείς. Η τάξη μεγέθους, για παράδειγμα, είναι εντελώς διαφορετική. Επειτα ο Κάμερον δεν διαπραγματεύτηκε με την πλάτη στον τοίχο αλλά με μια άνεση χρόνου που του επέτρεπε να κάνει το δημοψήφισμα για το Brexit ακόμη και το 2017. Είχε μια πολύ συγκεκριμένη και σαφώς ιεραρχημένη ατζέντα. Τέλος, στις περιοδείες του στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες δεν αναζήτησε συμμάχους. Δεν προσπάθησε να δημιουργήσει ένα μέτωπο που θα δίχαζε την Ευρώπη. Κινήθηκε στο παλιό εμπορικό πνεύμα της αυτοκρατορίας: η διαπραγμάτευση στο κάτω κάτω δεν είναι πόλεμος αλλά παζάρι.

Υπάρχει όμως κι ένας επιπλέον λόγος. Και είναι εσωτερικής παθογένειας. Η διαπραγμάτευση εδώ διαφημίστηκε ως πολιτικό εργαλείο απαλλαγής από τη λιτότητα και συνεκδοχικά εξόδου από την κρίση. Θα μπορούσε και να είναι εάν δεν είχε χρησιμοποιηθεί ως βασικό πολιτικό εργαλείο κατάκτησης της εξουσίας. Γύρω από τη διαπραγμάτευση χτίστηκε ένα πολιτικό αφήγημα που δεν περιελάμβανε μόνο την κατηγορία της διαπραγματευτικής ανικανότητας αλλά και εκείνη της διαπραγματευτικής απροθυμίας. Μιας εθνικής προδοσίας, δηλαδή, με ολίγη από σεξ. Πιο απλά: στον Κάμερον δεν είπε κανείς ότι «διαπραγματεύεται στα τέσσερα».