Σάββατο μεσημέρι σε σουπερμάρκετ upper class συνοικίας. Μπροστά μου στο ταμείο μια γυναίκα από τις Φιλιππίνες, άνω των πενήντα. Τα ψώνια στο καλάθι της έδειχναν ότι η οικογένεια στην οποία δούλευε δεν είχε επηρεαστεί και τόσο από την κρίση, τουλάχιστον ως προς την πρόσβαση στα είδη διατροφής. Ειδικές ποιότητες και γκουρμέ επιλογές. Πριν η ταμίας αρχίσει να κτυπάει τα προϊόντα, η γυναίκα ζήτησε να πληρώσει ξεχωριστά ένα γιαούρτι. Ενα ευρώ και δέκα λεπτά κόστιζε και το πλήρωσε με κέρματα που έβγαλε από ένα νάιλον πολύχρωμο πορτοφολάκι. Μετά, από ένα τσαντάκι με πολυτελές μονόγραμμα, αυτά τα βοηθητικά που έχουν οι πολύ ακριβές τσάντες (προφανώς ανέξοδο δώρο της εργοδότριάς της), έβγαλε τα περίπου ογδόντα ευρώ του λογαριασμού. Οταν βγήκα από το σουπερμάρκετ, την είδα να ταΐζει με το γιαούρτι ένα δίχρονο αγοράκι που πρέπει να ήταν εγγόνι της.

Επειδή τελευταία ακούμε και λέμε μεγάλα και παχιά λόγια περί απολεσθείσης αξιοπρέπειας, η παραπάνω σκηνή μού θύμισε αυτό που οι περισσότεροι ξέρουμε αλλά βολεύει να ξεχνάμε. Την αξιοπρέπεια ούτε μας τη δίνει ούτε μας την παίρνει κανείς. Είναι προσωπική μας υπόθεση. Η γυναίκα από τις Φιλιππίνες, που δεν χρέωσε το γιαούρτι του εγγονού της στον γενικό λογαριασμό, δεν «ξεχειλώνει» τα δικαιώματα που της δίνουν οι εργοδότες της. Γι’ αυτό και είμαι σίγουρη πως, αν της τα «στενέψουν», θα τα διεκδικήσει το ίδιο συνειδητά και αυστηρά όπως όταν πλήρωσε το ένα ευρώ και τα δέκα λεπτά…

Θα ήθελα να διηγηθώ αυτή τη σκηνή σε κάποιον πολιτικό μας.