Ηταν, κατά κάποιον τρόπο, ένα είδος μετα-διπλωματίας: στις δηλώσεις του μετά τη συνάντηση που είχε στο υπουργείο Εξωτερικών με τον ιταλό ομόλογό του Πάολο Τζεντιλόνι, ο Νίκος Κοτζιάς εξήρε τη συμβολή της Ιταλίας στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Αλλά δεν ήταν το αναγεννησιακό παρελθόν της, η λογοτεχνική της παραγωγή ή ακόμη και η ιταλική κουζίνα στα οποία βασίστηκε ο έλληνας υπουργός για να απονείμει τα εύσημα στον ιταλό ομόλογό του. Ηταν δύο πράγματα με τα οποία, όπως είπε ο ίδιος, μεγάλωσε: τα αυτοκόλλητα χαρτάκια της Panini με τους ιταλούς ποδοσφαιριστές και τα πολυτελή αυτοκίνητα.

Μπορεί να φανταστεί κανείς, κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ένα παιδί να συμπληρώνει πανευτυχές τα άλμπουμ της Panini ή να χαζεύει με ανοιχτό το στόμα και γουρλωμένα μάτια μια Φεράρι ή μια Λαμποργκίνι. Μπορεί να φανταστεί ακόμη και την εγκεφαλική ονείρωξη που θα του προκαλούσε η σκέψη ότι μια μέρα θα πατάει τέρμα το γκάζι κρατώντας το τιμόνι της. Αλλά πώς θα μπορούσε να φανταστεί τον επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας το 2015; Και τι εξηγεί καλύτερα τη βουτιά ενός υπουργού Εξωτερικών στα παιδικά του χρόνια στις τυπικές δηλώσεις που κάνει μετά τη συνάντησή του με έναν ομόλογό του; Η πολιτική ή ο Φρόιντ;

Το επεισόδιο μοιάζει αστείο και ασήμαντο αν απομονωθεί. Η σημασία του αλλάζει όμως αν μπουν τα αυτοκόλλητα στο μεγαλύτερο κάδρο. Εκεί όπου βρίσκει κανείς ακόμη την πολιτική της γραβάτας, τον πρόεδρο της Βουλής να συνοδεύει ντυμένος στα ολόμαυρα τον Ολάντ στο Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη, κάποιον άλλον υπουργό να μιλάει με τον Γιούνκερ οθωμανικά βυθισμένος σε έναν καναπέ. Τα επεισόδια είναι δεκάδες. Θα αρκούσε να ακούσει κάποιος τον Τζεντιλόνι για να αντιληφθεί πλήρως τη διαφορά. Ο ιταλός υπουργός Εξωτερικών δεν μνημόνευσε το τζατζίκι που μπορεί να είχε φάει κάποτε. Μίλησε στην τυπική διπλωματική γλώσσα. Δηλαδή, σε μια γλώσσα που προστατεύει από τα αυτοκόλλητα.