Το παρελθόν στην ελληνική πολιτική δεν είχε φαντάσματα. Ή μάλλον δεν είχε από εκείνα τα φαντάσματα που σε στοιχειώνουν ή σε κυνηγάνε. Εξαερώνονταν μετά τις κάλπες, όταν οι πολιτικοί ξεχνούσαν ό,τι έλεγαν προεκλογικά και οι πολίτες αδυνατούσαν συνήθως να τα θυμηθούν. Η μεταπολιτευτική περίοδος κύλησε με αυτόν τον χρυσό κανόνα πολιτικής επιβίωσης. Κανένας πρωθυπουργός δεν τιμωρήθηκε από το εκλογικό σώμα γι’ αυτά που είπε προεκλογικά. Οι εκλογές μηδένιζαν πάντα τον πολιτικό χρόνο, ήταν το σφουγγάρι που έσβηνε ό,τι είχε ειπωθεί πριν.

Οχι όμως τα τελευταία έξι χρόνια. Μετά την κρίση εκείνος ο χρυσός κανόνας δεν ισχύει πια. Η κοινωνία εξακολουθεί να ζητά από το πολιτικό σύστημα ελπίδα –δηλαδή, δεσμεύσεις για ένα καλύτερο μέλλον. Αλλά τώρα πλέον είναι μια κοινωνία ανασφαλής και οργισμένη. Είναι μια κοινωνία με προεκλογική μνήμη και μετεκλογικές απαιτήσεις. Φάνηκε ξεκάθαρα μετά τις εκλογές του περασμένου Ιανουαρίου: όσο πιο ψηλά ανεβαίνει προεκλογικά ο πήχης τόσο παραμένουν ζωντανές οι προσδοκίες μετεκλογικά. Κι όταν διαψεύδονται, βγαίνουν τα παλιά φαντάσματα: οι υποσχέσεις που είναι αδύνατον να τηρηθούν, οι δηλώσεις πολιτικής μικρόνοιας, οι θούριοι αντίστασης, οι βεβαιότητες, η αλαζονεία.

Δεκάδες τέτοια φαντάσματα κυνηγούν πλέον τον Αλέξη Τσίπρα. Ενα είναι ο εαυτός του ανεβασμένος σε ένα τρακτέρ, ένα άλλο η δήλωσή του το 2012 ότι το ευρώ δεν είναι φετίχ, ένα τρίτο μια δήλωσή του για τη συνθήκη του Σένγκεν την ίδια περίοδο: «Ε, ας μας βγάλουν λοιπόν. Και τι έγινε;». Ο Πρωθυπουργός έχει μπροστά του όλα αυτά τα φαντάσματα. Και δεν τον εκθέτουν μόνο για όσα έλεγε προεκλογικά. Κινδυνεύουν και να τον πνίξουν εάν φύγουν από τον χώρο του φανταστικού και εμφανιστούν ως γεγονότα στην πολιτική πραγματικότητα. Ας την φανταστούμε. Θα είναι μια χώρα με τον κόσμο στους δρόμους, χωρίς ευρώ και με κλειστά σύνορα. Θα είναι μια χώρα – φάντασμα.