Είναι μια ταινία δρόμου, γράφει η «Ρεπούμπλικα», που μιλάει για παλιές και μελλοντικές επαναστάσεις. Αλλά σε αυτήν την ταινία οποιαδήποτε αναφορά σε υπαρκτά πρόσωπα μόνο τυχαία δεν είναι. Γιατί αυτός που πρωταγωνιστεί στο «Faut savoir se contenter de beaucoup» («Πρέπει να μάθεις να αρκείσαι στα πολλά») είναι ο Ζαν – Μαρκ Ρουγιάν, άλλοτε ηγέτης της γαλλικής τρομοκρατικής οργάνωσης Αμεση Δράση. Και υποδύεται τον εαυτό του.

Και ποιος είναι αυτός; Καταδικασμένος το 1987 σε ισόβια για τη δολοφονία του στρατιωτικού Ρενέ Οντράν και του προέδρου της Renault Ζορζ Μπες, ο Ρουγιάν αποφυλακίστηκε με αναστολή το 2007. Μερικούς μήνες μετά όμως, επέστρεψε στη φυλακή επειδή σε μια συνέντευξή του στο «Λ’ Εξπρές» είχε δηλώσει ότι δεν είχε «μετανιώσει». Από τον Μάιο του 2012 βρίσκεται σε καθεστώς ημι-ελευθερίας. Υπό μια προϋπόθεση: εάν μιλήσει δημοσίως για την τρομοκρατία ή τα γεγονότα για τα οποία έχει καταδικαστεί θα φυλακιστεί και πάλι. Αυτό που κάνει επομένως ο σκηνοθέτης της ταινίας είναι να μεταφέρει την πραγματικότητα στη μυθοπλασία για να ξεπεράσει το εμπόδιο της δικαστικής απαγόρευσης. Και κατά κάποιον τρόπο το καταφέρνει. Στο φιλμ ο Ρουγιάν ταξιδεύει από το Παρίσι στη Μασσαλία ανταλλάσσοντας σκέψεις για την πολιτική με τον 70χρονο βέλγο αναρχικό Νοέλ Γκοντέν.

Εντάξει, ο Ρουγιάν δεν συνομιλεί με τον Καμί, αλλά με κάποιον ο οποίος κέρδισε δύο δεκαπεντάλεπτα δημοσιότητας πετώντας μια τούρτα στον Μπιλ Γκέιτς και άλλη μια στον Νικολά Σαρκοζί. Μέχρι να αποφανθεί η γαλλική κοινωνία, πάντως, εάν μια ταινία χωρίς σενάριο συνιστά τέχνη, εάν έπρεπε να γυριστεί το φιλμ και με τα λεφτά ποιου, αξίζει να συγκρατήσει κανείς το εξής: αυτό που προτείνουν στους νέους οι δύο πρωταγωνιστές φθάνοντας στον προορισμό τους είναι μια «κωμική επανάσταση». Κι αυτή είναι και η βασική διαφορά. Η ιστορία της τρομοκρατίας στη Γαλλία και στην Ευρώπη έχει happy end. Ενώ εδώ το έργο συνεχίζεται ακόμα.