Για κάποιους, η χθεσινή ανακοίνωση της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων μπορεί να ακούγεται προστατευτική των δικαιωμάτων, ίσως και θεία δίκη: άλλος ένας «θεσμός» (στον οποίο μάλιστα ενεργότατο μέλος είναι και η νυν πρόεδρος του Αρείου Πάγου) που στρέφεται κατά της μονομερούς και τυφλής λιτότητας και που χτυπάει καμπανάκια στην κυβέρνηση για τον τρόπο που χειρίζεται κρίσιμα θέματα. Αν σκεφτούμε όμως από πού προέρχονται αυτά τα σχόλια –από κάποιους που αύριο θα κληθούν να ερμηνεύσουν τους νόμους και να απονείμουν το δίκαιο –και σε τι τόνο εκφέρονται –περισσότερο δημοσιογραφικό και πολιτικό παρά επιστημονικό –τα δεδομένα αλλάζουν. Κι αυτό που φαινόταν γενναία παρέμβαση αποδεικνύεται υπέρβαση εξουσίας.

Δεν θα ήταν συνεπές όποιος ενδιαφέρεται για το κύρος των πολύπαθων στη χώρα μας θεσμών να εξαρτά την κρίση του από το αν συμφωνεί ή όχι με το περιεχόμενο των κρίσεων που οι θεσμοί αυτοί εκφέρουν δίκην αναλυτών. Το κρίσιμο είναι τι και πώς δικαιούνται και νομιμοποιούνται να πουν και να πράξουν. Και όπως η συγκεκριμένη Ενωση είχε σαφώς υπερβεί τον ρόλο της όταν καλούσε, υπό άλλη κυβέρνηση, σε άλλες μάχες και άλλες –μη επιτρεπόμενες από το Σύνταγμα –μορφές πάλης, όπως η απεργία των δικαστών, έτσι τον υπερβαίνει πάλι σήμερα προδιαγράφοντας ουσιαστικά τη στάση της επί νόμων που δεν έχουν ακόμα ψηφιστεί και διατυπώνοντας κοινωνικοπολιτικές κρίσεις που μόνο σύγχυση μπορούν να προκαλέσουν.

Οι Γάλλοι κάνουν τη διάκριση ανάμεσα σε «κράτος δικαίου», το οποίο εγγυάται η δικαστική εξουσία, και «κράτος δικαστών», όταν οι δικαστές υποκαθιστούν, έμμεσα ή άμεσα, τις άλλες δημοκρατικά εκλεγμένες εξουσίες. Υπό την οπτική αυτή είναι ασφαλώς λάθος η αρχική επισήμανση της ανακοίνωσης, ότι η συγκεκριμένη Ενωση έχει όχι μόνο το δικαίωμα αλλά και την «υποχρέωση» να επεμβαίνει επί «μείζονος και ευρύτερης δικαιοπολιτικής σημασίας θεμάτων». Το εντελώς αντίθετο (θα έπρεπε να) ισχύει: οι δικαστές, ακόμα και στη συνδικαλιστική τους έκφραση, οφείλουν να απέχουν από οποιαδήποτε «αξιακή» κρίση και να επικεντρώνονται στον ρόλο τους, που αφορά όχι τη συγγραφή των νόμων αλλά την ερμηνευτική και καθαρά νομική –όχι δικαιοπολιτική –αντιμετώπισή τους.

Εκφράσεις όπως οι περί «αδιέξοδης» πολιτικής (ακόμα και αν είναι αλήθεια), «λογιστικής αντιμετώπισης» προβλημάτων, «εισπρακτικού» ασφαλιστικού συστήματος, «υπερφορολόγησης» των πολιτών, «μαρασμού» της επαρχίας, της νεολαίας και της αγροτιάς δεν συνάδουν με τη δικαστική ιδιότητα. Οι δικαστές έχουν ένα μεγάλο θεσμικό όπλο στα χέρια τους ή, μάλλον, στη συνείδηση τους: τη δύναμη να κηρύξουν μια διάταξη νόμου αντίθετη στο Σύνταγμα με βάση τις γενικές ή ειδικές διατάξεις και αρχές του ανώτατου νόμου. Η χρήση του όπλου αυτού -χρήση ιδιαίτερα, αν όχι υπερβολικά, φειδωλή από τους δικαστές ώς σήμερα –δεν εκχωρείται ούτε προαναγγέλλεται. Οπως, για το κύρος της Δικαιοσύνης, δεν δικαιολογείται η δουλικότητα, έτσι δεν δικαιολογείται και η «μαγκιά» έναντι της εκτελεστικής εξουσίας –πόσω μάλλον όταν γίνεται με κριτήρια του συρμού και όχι του δικαίου.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος