Διάβαζα χθες στα «ΝΕΑ» για το τραγούδι που έγραψε ο Κωστής Μαραβέγιας για τους πρόσφυγες, στο οποίο παίζει κιθάρα ο Μανού Τσάο και κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο υπέρ ενίσχυσης ΜΚΟ. Το άκουσα, αλλά δεν θα το κρίνω καλλιτεχνικά ούτε ως προς τον αμήχανο τίτλο («Parapatam») ούτε ως προς τον χαριτωμένα ασυνάρτητο στίχο («μία μοίρα που λέει καληνύχτα, μια πατρίδα δανεική και χιλιάδες κύματα, συν αρμύρα, συν βοριάς») ούτε ως προς τη μουσική του. Πάντως διαβλέπω λαμπρή καλοκαιρινή καριέρα στα μπιτς μπαρ γιατί χορεύεται εξαιρετικά με παρεό, άσε που έχει μια εσάνς από πινακολάδα. Δίνει άλλωστε το σύνθημα και ο Μαραβέγιας που φωνάζει συνέχεια «ξανά». Μετά διάβασα για το ποντιακό συγκρότημα που θα μας εκπροσωπήσει στη Γιουροβίζιον με τραγούδι γραμμένο κατά παραγγελία για τους πρόσφυγες.

Το να περιγράψεις με στίχους και μουσική μια εν εξελίξει τραγωδία –λόγω της λαϊκότητας που ως τέχνη έχει το τραγούδι –κινδυνεύει να αποβεί κάτι τόσο συγκυριακό ώστε να εκπέσει σε γραφικότητα. Εχουμε πλείστα τέτοια παραδείγματα. Αντίθετα, σε ανύποπτο χρόνο, το 1970, έγραφε ο Δημήτρης Χριστοδούλου σε μουσική Ζορζ Μουστακί τον «Μέτοικο» και οι στίχοι του περιγράφουν τόσο λιτά το κατασταλαγμένο παράπονο του εκπατρισμένου ώστε νομίζεις ότι γράφτηκαν προχθές σε μια ακτή της Λέσβου. Οπως ανύποπτος ήταν και ο ανώνυμος που έγραψε τον κορυφαίο κατ’ εμέ πολιτικό στίχο στο σπαρακτικό, παραδοσιακό τραγούδι: «Σ’ το ‘πα και σ’ το ξαναλέω/ μη μου γράφεις γράμματα/ γιατί γράμματα δεν ξέρω/ και με πιάνουν κλάματα». Ανύποπτος, αλλά και τόσο υποψιασμένος.