Από τις αρχές του χρόνου, όσοι ποντάρισαν στις τραπεζικές μετοχές, μετά την επιτυχημένη ανακεφαλαιοποίησή τους, είδαν την επένδυσή τους να μειώνεται κάτω από το μισό. Οι απώλειες για τον τραπεζικό δείκτη ανήλθαν σε 44% ενώ συνολικά χάθηκαν πάνω από 7 δισ. ευρώ.

Θα μπορούσε κανείς να επιρρίψει ευθύνες στην πολιτική αστάθεια, στις διαρκώς αυξανόμενες επισφάλειες, ακόμη και στα capital controls που δεν φαίνεται να ελαφρύνονται.

Με τη διαφορά όμως ότι στο ίδιο διάστημα η Deutsche Bank έχασε 39%, η Barclays 27% και η UBS 28%. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα δεν είναι (μόνο) ελληνικό. Και αυτή ακριβώς η διεθνής εικόνα κάνει τα πράγματα σαφώς πιο ανησυχητικά.

Στην Ευρώπη δεν υπάρχουν ούτε αξιολόγηση, ούτε capital controls. Αρα, όπως λέει και η λαϊκή παροιμία, «τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε»;

Ο λόγος είναι απλός: υπάρχουν και εκεί διαρκώς διευρυνόμενες επισφάλειες, κόκκινα δάνεια που σπρώχνονται κάτω από το χαλί τα τελευταία χρόνια και ολόκληροι επιχειρηματικοί κλάδοι που κινδυνεύουν να τιναχθούν στον αέρα, συμπαρασύροντας τις τράπεζες.

Ανάμεσα σε αυτούς και οι πετρελαϊκές εταιρείες. Με τον μαύρο χρυσό στα 30 δολάρια ανά βαρέλι, στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι ζημιογόνες και μη βιώσιμες. Και οι τράπεζες έχουν χορηγήσει σε αυτές δάνεια εκατοντάδων δισεκατομμυρίων. Εύκολα καταλαβαίνει λοιπόν κανείς ότι ένα «ατύχημα» μπορεί να συμπαρασύρει ολόκληρο τον κλάδο.

Αντίστοιχα, η πολιτική των μηδενικών ή και αρνητικών επιτοκίων στερεί ουσιαστικά από τις τράπεζες τα όποια κέρδη από την επενδυτική τραπεζική, πιέζοντας ακόμη περισσότερο τους ισολογισμούς τους.

Και όλα αυτά, ενώ έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή η οδηγία για το bail in, η οποία και αποτελεί αχαρτογράφητη περιοχή στο ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Το μόνο θετικό από αυτή την ιστορία είναι ότι το πρόβλημα έχει παγκόσμιο χαρακτήρα. Και έτσι, είναι πολύ πιο πιθανή μια παρέμβαση από την πλευρά των κεντρικών τραπεζών ανά τον πλανήτη. Η οποία –εξ αντανακλάσεως –θα έχει θετικό αντίκτυπο και στις εγχώριες τράπεζες.