Η Μπέτυ Μπαζιάνα έχει υποστεί επιθέσεις στην ιδιωτικότητά της –στη δουλειά της, στον ελεύθερο χρόνο της, στο σχολείο του παιδιού της. Ομως τα στιγμιότυπα από το Ιράν, με τη σύζυγο του Πρωθυπουργού χαμογελαστή, πότε να χαζεύει τα αξιοθέατα και πότε να θαυμάζει τα κομψοτεχνήματα της περσικής ταπητουργίας, μοιράστηκαν στον Τύπο από το Γραφείο του Πρωθυπουργού. Γι’ αυτό και δικαιούται κανείς να τα αντιμετωπίσει σαν κάτι λιγότερο από κυβερνητικά ανακοινωθέντα. Δικαιούται να τα υποβάλει σε πολιτική ανάγνωση.

Αυτό ακριβώς έσπευσαν να κάνουν και οι φεμινίστριες οι οποίες ενοχλήθηκαν από την επιλογή της Μπαζιάνα να καλύψει το κεφάλι της με αυτό που –σε μια αποστειρωμένη απόδοση –μεταφράζουμε στα ελληνικά ως σκέτη «μαντίλα». Πώς, αναρωτιόταν το πλήθος των σχολιαστών, η αριστερή σύντροφος ενός αριστερού Πρωθυπουργού ενέδωσε στο σύμβολο της καταπίεσης των γυναικών στον ισλαμικό κόσμο; Πώς δεν έκανε ό,τι σκέφτηκε να κάνει η Μισέλ Ομπάμα πριν από έναν χρόνο, όταν είχε επιδεικτικά εμφανιστεί ασκεπής και με παντελόνι ανάμεσα στις βασιλικές κελεμπίες της Σαουδικής Αραβίας;

Η σύγκριση είναι άδικη. Αυτό που η πρώτη κυρία των ΗΠΑ έχει την ισχύ να απευθύνει ως πολιτική χειρονομία στο παγκόσμιο ακροατήριο θα οδηγούσε μάλλον σε διπλωματικό τραγέλαφο, αν το είχε επιχειρήσει η ελληνίδα ομόλογός της. Οταν εκπροσωπείς μια περιφερειακή χώρα με καταμωλωπισμένη διεθνή υπόληψη, αναγκάζεσαι να κάνεις συμβιβασμούς πολύ πιο οδυνηρούς από το να υπακούς στην εθιμοτυπία του οικοδεσπότη.

Το πρόβλημα με την Μπαζιάνα δεν είναι ότι συμβιβάστηκε διπλωματικά με τη μαντίλα. Αυτό που μπορεί κανείς να της χρεώσει ως βωβή πολιτική δήλωση είναι ότι τη φόρεσε και της άρεσε. Οτι πόζαρε ελαφρότατα κεφαλοδεμένη μία στα μοβ και μία στα κόκκινα, σαν να δοκίμαζε απλώς ένα φολκλορικό αξεσουάρ. Σαν ανίδεη για το συμβολικό βάρος που έβαζε στο κεφάλι της.

Αν στην ανατρεπτική «αυθάδεια» της Μισέλ Ομπάμα μπορεί κανείς να διαγνώσει την ορμή της κουλτούρας της αφροαμερικανικής χειραφέτησης, για ποια πολιτική κουλτούρα πρέπει να ψάξει κάτω από το μαντίλι της συζύγου του Πρωθυπουργού;

Για την κουλτούρα της φιλελεύθερης Αριστεράς των δικαιωμάτων που έδωσε φωνή στις γυναίκες και στις μειονότητες, εμβαθύνοντας τις «αστικές» δημοκρατίες της Δύσης; Ή μήπως για την κουλτούρα της άλλης Αριστεράς; Εκείνης που, για να πολεμήσει την καπιταλιστική Δύση, συμμάχησε με λογής λογής ολοκληρωτισμούς; Της Αριστεράς που και σήμερα είναι έτοιμη να αναγνωρίσει άλλοθι στις πιο άγριες μορφές του πολιτικού Ισλάμ, δικαιολογώντας τες πότε ως πολιτισμική ιδιαιτερότητα και πότε ως θεμιτή αντίδραση στον καπιταλισμό και στα τραύματα της αποικιοκρατίας;

Εντάξει, υπερβολές. Η μαντίλα δεν είναι γραβάτα για να τη φορτώσουμε με τόσες συνδηλώσεις. Δεν περίμενε κανείς να δει το κεφαλόδεμα για να μετρήσει το δογματικό κεφαλοκλείδωμα.