Τις σχέσεις με την εξουσία στην Ελλάδα ο καθένας μας τις μετέρχεται πια σαν να πρόκειται για οικογενειακή υπόθεση, γι’ αυτό και καταλήγουμε τις πάσης φύσεως εξουσίες, που θα έπρεπε συχνά να προκαλούν αποστροφή, να τις λοιδορούμε στο φιλικό, συχνά προστατευτικά. Εκεί που θα έπρεπε να γεννιέται ένας βαθύς προβληματισμός, ακούς κουβέντες του τύπου «Μα τόσο νέος ο Τσίπρας, επόμενο είναι να κάνει λάθη» ή «Μην κοιτάς τι λέγαμε για τον Μητσοτάκη πριν από πέντε χρόνια, έχει αλλάξει». Διαφορετικά θα ήταν αδύνατο να ακουστεί σε ένα κατάμεστο θέατρο ένας άνδρας, γύρω στα 40, να λέει στο κινητό του εις επήκοον τουλάχιστον για όσους κάθονταν σε έξι σειρές καθισμάτων: «Να είσαι σίγουρος πως η τρόικα μαθαίνει τα πάντα. Είναι ενήμερη ακόμη και για το πιο μικρό δημοσίευμα που στρέφεται εναντίον της. Τι μπορώ να κάνω, πώς μπορώ να επέμβω για να αποτρέψω αυτή την κατάσταση;».

Παρά την αδυναμία που επικαλούνταν, ταυτόχρονα δημιουργούνταν στους γύρω του η βεβαιότητα ότι είχαν να κάνουν με έναν άνθρωπο που ήταν σε στενή επαφή με κάποια κέντρα εξουσίας, αν δεν ήταν η ίδια η τρόικα που του είχε εκμυστηρευθεί την αγανάκτησή της. Δεν έχει σημασία αν έλεγε κάτι που ο καθένας θα μπορούσε να το έχει σκεφθεί ή αν ο συνομιλητής του ήταν ανύπαρκτος και ο ίδιος του εξομολογιόταν κάτι τόσο ιδιαίτερο, προκειμένου να καταπλήξει τους γύρω του σε σχέση με όσα απόρρητα συνέβαινε να γνωρίζει από πρώτο χέρι. Αν διαισθανόταν ότι στο άκουσμα μιας τόσο ισχυρής εξουσίας όπως η τρόικα το δημόσιο αίσθημα αντί να εντυπωσιαστεί θα είχε εξεγερθεί, θα το είχε βουλώσει.

Αντίθετα είχε πολύ σωστά υπολογίσει ότι ο καθένας που τον άκουγε θα τον μακάριζε, αφού θα ήθελε να είναι στη θέση του, έστω κι αν καταριόταν την τρόικα ώς τη στιγμή που θα γινόταν κάτι τέτοιο. Αυτή η αίσθηση ότι η εξουσία αντί για βλαπτική γίνεται ευεργετική μόλις αποκτήσουμε κάποια οικειότητα μαζί της είναι υπεύθυνη για τα πολύ μεγάλα δεινά που έχουν επισωρευθεί και εξακολουθούν να επισωρεύονται τα τελευταία χρόνια.

Μην πάμε πολύ μακριά, και από το θέατρο να μεταφερθούμε σε έναν δρόμο. Την περασμένη Πέμπτη, ανήμερα δηλαδή της μεγάλης διαδήλωσης, γύρω στις 3 το μεσημέρι, μια ομάδα αντιεξουσιαστών, σαν να πηγαίνει περίπατο, ανεβαίνει την Εμμανουήλ Μπενάκη. Στη συμβολή με την Ακαδημίας μια κοντόσωμη γυναίκα που κρατάει μια υπερμεγέθη τσάντα πλησιάζει έναν νεαρό από την ομάδα των αντιεξουσιαστών και με ένα ύφος σαν να τον επέπληττε γιατί κάθησε να φάει χωρίς να έχει πλύνει τα χέρια του, τον ρωτάει: «Δεν μου λες, παιδάκι μου, γιατί φοράς μάσκα στο πρόσωπο;» και ο νεαρός σαν να της έλεγε «Ασε με ήσυχο, βρε μάνα» τής απαντάει: «Για να μη με πνίξουν τα δακρυγόνα».

Οταν δύο κόσμοι που τους χωρίζει υποτίθεται άβυσσος συνδιαλέγονται στο πεζοδρόμιο με την οικειότητα μιας σχέσης που ο χρόνος την έχει δοκιμάσει, τη συνύπαρξή τους μπορεί να την προβλέψεις εξίσου αδιατάρακτη και για το μέλλον. Πράγμα που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν θα ήταν ποτέ δυνατόν –σε περίπτωση που ο αντιεξουσιαστής, όπως πιστεύουμε, εκφράζει μια άλλη μορφή εξουσίας –να υπάρξει μια αφύπνιση ώστε να γίνει συνειδητή κάποτε η πραγματική αιτία του κακού.