Με το άρθρο 65 του Ν. 4365/2015 έγινε δεκτή εκπρόθεσμη τροπολογία, που κατέθεσε την τελευταία στιγμή, κατά τη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου για το σύμφωνο συμβίωσης, ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Με την τροπολογία αυτή προβλέπεται άρση των εγγυήσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για τις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα, που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς. Εισάγεται δηλαδή, ευθέως, εξαίρεση στην εφαρμογή αυτής της θεμελιώδους διατάξεως.

Υπενθυμίζεται ότι η εν λόγω διάταξη εξειδικεύει την αρχή της ηθικής απόδειξης ορίζοντας πως: «Αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία».

Η τροπολογία αυτή επικρίθηκε, επιστημονικώς, έντονα τόσο κατά τη συνεδρίαση στη Βουλή όσο και μετά την ψήφιση της διάταξης, από επιστημονικούς φορείς εγνωσμένου κύρους, όπως ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, η Ενωση Εισαγγελέων Ελλάδος και πρόσφατα η Ελληνική Εταιρεία Ποινικού Δικαίου και η Ενωση Ελλήνων Ποινικολόγων, αλλά και από μεμονωμένους νομικούς με αναγνωρισμένη προσφορά στην επιστήμη τους και στον τόπο, όπως ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΣτΕ Παναγιώτης Πικραμμένος.

Η βασική επιστημονική κριτική εδράζεται σε πιθανή αντισυνταγματικότητα της επίμαχης διάταξης σε αρκετά άρθρα (19 παρ. 3, 9 και 9Α) του Συντάγματος.

Σκοπός του παρόντος κειμένου δεν είναι να λάβει θέση στη σχετική επιστημονική συζήτηση. Σε αυτήν θα μπορούσαν κάλλιστα να προστεθούν και άλλες δικαιοπολιτικές πτυχές, που ώς τώρα δεν έχουν τύχει σχολιασμού από επίσημα χείλη. Παραδείγματος χάριν, δεν έχει εξηγηθεί επαρκώς γιατί η εισαχθείσα με το άρθρο 65 του Ν. 4356/2015 παρέκκλιση από την εφαρμογή του άρθρου 177 παρ. 2 του ΚΠΔ αφορά μόνο ορισμένα αδικήματα και όχι και άλλα, και μάλιστα σπουδαιότερης βαρύτητας, όπως ανθρωποκτονίες από πρόθεση, τρομοκρατία, σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, παιδεραστία κ.λπ. Θεωρώ όμως ότι η συζήτηση αυτή οφείλει να διεξαχθεί, πρωτίστως, στα επιστημονικά fora αλλά και στις αίθουσες των δικαστηρίων.

Αυτό, ωστόσο, που αξίζει σχολιασμό είναι η στάση της κυβέρνησης απέναντι στους θεσμούς αλλά και απέναντι στην επιστημονική όσο και θεσμική κριτική. Δεν έχει γίνει κατανοητό ακόμα γιατί έπρεπε ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας να τροποποιηθεί με τρόπο απολύτως αποσπασματικό και μάλιστα με εκπρόθεσμη τροπολογία. Επιπλέον, αντί να αποκρουστούν οι τυχόν ενστάσεις με νομικά επιχειρήματα, όπως αρμόζει σε νομικούς του κύρους της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Δικαιοσύνης, η κυβέρνηση ευθέως κατηγορεί όσους ασκούν επιστημονική κριτική στις επίμαχες διατάξεις περίπου για αντεθνική δράση. Οποιος θεωρεί ότι η νομοθεσία πάσχει, κατά τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, «επιθυμεί να μειώνονται δραστικά οι μισθοί και οι συντάξεις και να πληρώνει φόρους ο λαός».

Η επιχειρηματολογία αυτή συνιστά την πεμπτουσία του λαϊκισμού, διότι είναι άκρως επικίνδυνη η άποψη που αφήνεται να εννοηθεί, ότι δηλαδή η τήρηση του Συντάγματος είναι μια σχετική έννοια που υποχωρεί όταν υπάρχουν προτεραιότητες που η κάθε κυβέρνηση μπορεί να θεωρεί πιο σημαντικές. Οταν δε υπάρχουν αυτές οι προτεραιότητες, παρέλκει η όποια κριτική, ως αντικείμενη στο «λαϊκό συμφέρον». Η λογική της κυβέρνησης είναι γνωστή εδώ και μήνες: «Οποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας». Και όποιος τολμά να μας κάνει κριτική, δυνάμει της επιστημονικής του ιδιότητας και υπερασπιζόμενος την ορθή, κατά την άποψή του, εφαρμογή του Συντάγματος, είναι εχθρός του λαού. Η συλλογιστική αυτή θυμίζει ολοκληρωτικά καθεστώτα.

Η Νέα Δημοκρατία θεωρεί τις τροποποιήσεις σε βασικούς κώδικες της νομοθεσίας μας με διάσπαρτα άρθρα σε άσχετα νομοσχέδια, χωρίς την απαιτούμενη συστηματική και δογματική επεξεργασία, επικίνδυνη πρακτική και μάλιστα όταν αυτές έρχονται με τροπολογίες της τελευταίας στιγμής και πολύ περισσότερο όταν στο υπουργείο Δικαιοσύνης εκκρεμεί το έργο της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής Αναθεώρησης του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Η συζήτηση για τη συνταγματικότητα της κρίσιμης διάταξης όφειλε να λάβει χώρα πρώτα στην Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή, η οποία έχει πέσει σε αχρησία πλέον, έπειτα στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, όπου θα ακούγονταν και οι απόψεις των αρμόδιων φορέων, και τέλος στην Ολομέλεια της Βουλής, όπου η διάταξη θα έπρεπε να είχε εισαχθεί ως κανονικό άρθρο και όχι ως υπουργική τροπολογία λίγη ώρα πριν από την ψηφοφορία του βασικού νομοσχεδίου.

Είναι σαφές πως όταν η ελληνική πολιτεία νομοθετεί κατ’ αυτόν τον τρόπο και όταν η κυβέρνηση υπερασπίζεται τις θέσεις της με αυτά τα επιχειρήματα, εγείρονται σημαντικά ζητήματα που πλήττουν ευθέως το κύρος των θεσμών και την ίδια τη δημοκρατία, αφού εύλογα δημιουργείται η εντύπωση ότι εργαλειοποιείται η Δικαιοσύνη προς εξυπηρέτηση διεκπεραίωσης εκκρεμών ποινικών υποθέσεων, που άμεσα «ενδιαφέρουν» την κυβέρνηση.

Κατόπιν τούτων και ανεξαρτήτως της συνταγματικότητας, της επιστημονικής ορθότητας και δικαιοπολιτικής σκοπιμότητας της κρίσιμης διάταξης, θα αναμέναμε ο υπουργός Δικαιοσύνης, καθηγητής του Ποινικού Δικαίου, να απαντήσει στα εξής εύλογα ερωτήματα:

1 Είναι ορθό ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας να τροποποιείται με τροπολογία που υπογράφει μόνο ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και όχι ο αρμόδιος υπουργός, ο οποίος εκ των υστέρων την έκανε αποδεκτή; Εχει εκ του νόμου τη σχετική αρμοδιότητα ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης, δεδομένου ότι η τροποποίηση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ανήκει στις αρμοδιότητες του υπουργού Δικαιοσύνης;

2 Γιατί αποφάσισαν να ακολουθήσουν αυτήν τη μεθοδολογία, δηλαδή της κατ’ ουσίαν τροποποίησης του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με εκπρόθεσμη υπουργική τροπολογία της τελευταίας στιγμής; Συνέτρεχε λόγος επείγοντος και, αν ναι, ποιος ήταν αυτός; Τι εμπόδισε τους αρμόδιους υπουργούς να συμπεριλάβουν τις διατάξεις του άρθρου 65 στο σχέδιο νόμου για το σύμφωνο συμβίωσης, όπως έκαναν με πλείστες άλλες τροποποιήσεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ή έστω στο επόμενο νομοσχέδιο που θα έφερναν στη Βουλή; Ακόμα καλύτερα, γιατί δεν ενέταξαν την τροποποίηση αυτή στον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που, όπως ισχυρίζονται, ετοιμάζουν, προκειμένου αυτή να κριθεί συστηματικά από την επιστημονική κοινότητα;

3 Είναι θεσμικά επιτρεπτό ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί, και μάλιστα πρόεδρος Ανωτάτου Δικαστηρίου, να «αποφαίνονται» δημόσια υπέρ ή κατά πρόσφατης διάταξης νόμου, όταν είναι βέβαιο ότι θα κληθούν να διατυπώσουν τη δικαιοδοτική κρίση τους επί του μείζονος αυτού θέματος;

Ο Χαράλαμπος Αθανασίου είναι βουλευτής Λέσβου και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης