Με τα εσωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ενωσης υπάρχει ένας μη υπολογίσιμος κίνδυνος: να μην κλείσουν με επίσημες ανακοινώσεις αλλά στην πράξη. Ο κίνδυνος, με άλλα λόγια, είναι ό,τι δεν τολμήσει να κάνει η πολιτική σε επίπεδο Βρυξελλών και 28, να το κάνει η ίδια η ζωή σε επίπεδο εθνικών κυβερνήσεων. Είτε στη μία περίπτωση είτε στην άλλη, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο. Ακόμη και αν δεν εξοριστεί τυπικά από τη Συνθήκη του Σένγκεν, κάτι που σύμφωνα με τον πρωτοσέλιδο τίτλο της «Μοντ» «θέλουν οι Ευρωπαίοι», η Αθήνα θα βρεθεί απέναντι σε ένα τετελεσμένο γεγονός και χωρίς περιθώρια αντίδρασης.

Αυτό το Grexit μπορεί να μην εξίσου οδυνηρό με την έξοδο από την ευρωζώνη. Επαναπροσδιορίζει όμως, εκ των πραγμάτων, τη σχέση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η χώρα θα χάσει τη θέση που είχε στον πυρήνα της ενωμένης Ευρώπης. Θα επιστρέψει στην περιφέρεια ως έκπτωτη και περιθωριοποιημένη, ως ένα κράτος παρίας που θα έχει κόψει τον ομφάλιο λώρο από το περιβάλλον σχετικής ασφάλειας και ψυχολογικής προστασίας στο οποίο κινείται τις τελευταίες δεκαετίες. Ακόμη χειρότερα: η έξοδος από τη Σένγκεν μπορεί να αποτελέσει την αρχή ενός φαινομένου ντόμινο, ανεξέλεγκτου σε τέτοιο σημείο ώστε τα τουβλάκια θα είναι αδύνατο να ξαναστηθούν όρθια.

Σύμφωνα με έναν κάποιο ρητορικό λυρισμό, η Ελλάδα κινδυνεύει να μετατραπεί σε αποθήκη ψυχών. Αν κρίνει κανείς από τις ολοένα και μεγαλύτερες αποστάσεις που κρατάει η Ευρώπη από τα ελληνικά σύνορα, η αποθήκη θα είναι χωρίς πόρτες και παράθυρα. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα θα βρεθεί στη δίνη μιας τέλειας ασφυξίας και με τα σωληνάκια του οξυγόνου κομμένα. Η Αθήνα δεν μπορούσε, ασφαλώς, να πουλήσει την προσφυγική πολιτική της –το είχε εξηγήσει και αυτό λυρικά ο Πρωθυπουργός στη Βουλή. Μπορούσε όμως να μετατρέψει την προσφυγική κρίση σε ευκαιρία επανασυγκόλλησης με την ΕΕ. Και χωρίς να πουλήσει ούτε τη δική της ψυχή αλλά ούτε την ψυχή μισού πρόσφυγα.