Τη θολή φιγούρα που αποκαλούμε ιστορικό του μέλλοντος είναι πολύ πιθανό να την απασχολήσουν δύο χαρακτηριστικά της σημερινής Πολωνίας. Είναι τα δύο χαρακτηριστικά στα οποία αποτυπώνεται ανάγλυφα η βασική αντίφαση μιας μετακομμουνιστικής χώρας: η επιθυμία της να αφήσει πίσω της ένα παρελθόν στερήσεων και εξισωτικής φτώχειας και –από την άλλη πλευρά –η αδυναμία της να απαγκιστρωθεί από το μη δημοκρατικό παρελθόν της. Αυτή η αντίφαση εξηγεί γιατί η πολωνική οικονομία καλπάζει με ρυθμούς που δεν μπορεί να ονειρεύεται σήμερα κανένα κράτος της Δυτικής Ευρώπης. Εξηγεί γιατί η οικονομική κρίση για την Πολωνία είναι σαν να μην αφορά την ήπειρο στην οποία βρίσκεται, αλλά άλλον πλανήτη. Και εξηγεί γιατί σήμερα ελέγχεται από την ΕΕ για παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου.

Στην Πολωνία κυβερνούν από τον περασμένο Οκτώβριο οι τοπικοί ΑΝΕΛ. Και οι λόγοι για τους οποίους ελέγχεται η κυβέρνησή τους είναι συγκεκριμένοι. Ο ένας είναι για μια νομοθετική ρύθμιση που στην ουσία εξουδετερώνει το Συνταγματικό Δικαστήριο. Ο άλλος είναι η απόφαση της κυβέρνησης να διορίζει η ίδια τα διευθυντικά στελέχη της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Με τις δύο ρυθμίσεις, δηλαδή, πλήττονται ευθέως δύο βασικοί θεσμοί της δημοκρατίας: η δικαιοσύνη και η ενημέρωση. Σε μια χώρα με παγιωμένο και λειτουργικό δημοκρατικό σύστημα όλα αυτά δεν θα έπρεπε να θυμίζουν τίποτε. Αλλά στη χώρα των σαράντα χρόνων μεταπολίτευσης θυμίζουν πολλά. Η Ελλάδα είναι –κατά το ήμισυ –μια Πολωνία του Νότου. Ή μάλλον ήταν έως προχθές το βράδυ. Γιατί μετά το βίντεο της κυβέρνησης για την επέτειο του ενός χρόνου στην εξουσία που υποχρεώθηκε να προβάλει η δημόσια τηλεόραση και στο οποίο στοχοποιούνται δημοσιογράφοι άλλων μέσων ενημέρωσης, οι Ελληνες του ΣΥΡΙΖΑ προσέφεραν ένα μάθημα αντιδημοκρατίας στους Πολωνούς ΑΝΕΛ.

Είναι ένας μεταπολιτευτικός άθλος. Τον οποίο θα ζήλευε ακόμη και η Μπεάτα Σίντλο –αρχηγός των ΑΝΕΛ της Πολωνίας και πρωθυπουργός μιας ταλαιπωρημένης χώρας.